Γιατί βάζουν λουκέτο εμβληματικές ελληνικές επιχειρήσεις | in.grΗ Χαλυβουργική ήταν για χρόνια ένα από τα σύμβολα της βαριά βιομηχανίας στην Ελλάδα. Άλλωστε, από τον 19ο αιώνα η υψικάμινος ήταν πάντα το σύμβολο της βιομηχανικής ανάπτυξης.
Μάλιστα, η συγκεκριμένη επιχείρηση που είχε περάσει δύσκολες μέρες γύρω στο 1980, ήταν από τη δεκαετία του 1990 και μετά ένα από τα παραδείγματα ενός νέου γύρου ανάπτυξης και της μεταλλουργικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, ιδίως από τη στιγμή που μπορούσε να εκμεταλλευτεί τόσο τις εξαγωγές όπως και τη μεγάλη ζήτηση των προϊόντων της για τα μεγάλα έργα στο εσωτερικό της χώρας.
Το κλείσιμο της επιχείρησης αποδόθηκε στο μεγάλο χρέος που είχε στη ΔΕΗ, που άλλωστε πήρε και την πρωτοβουλία της διακοπής της ηλεκτροδότησης, όπως και στις εσωτερικές έριδες της οικογένειας Αγγελοπούλου. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη για την υποχώρηση της ζήτησης στο εσωτερικό της χώρας, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που χτύπησε ιδιαίτερα και τον κλάδο των κατασκευών. Μειωμένες πωλήσεις, αυξημένα κόστη και δυσκολία ως προς τη δυνατότητα των βασικών ιδιοκτητών να συνεισφέρουν, ήταν επόμενο να οδηγήσουν σε αυτό το πρόβλημα.
Άλλωστε και η Hellenic Steel, η άλλη σημαντική επιχείρηση του κλάδου κατέθεσε τον Οκτώβριο σχέδιο εξυγίανσης με βάση τον πτωχευτικό κώδικα, τέσσερα χρονιά μετά τη διακοπή ουσιαστικά της λειτουργίας των μονάδων της.
Μόνο που η περίπτωση της Χαλυβουργικής δεν είναι η μόνη. Μια σειρά από μεγάλες επιχειρήσεις έκλεισαν τα τελευταία χρόνια, δείχνοντας, με αυτό τον τρόπο, το βάθος της οικονομικής κρίσης αλλά και τις πραγματικές δυσκολίες για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

Ο μακρύς κατάλογος των επιχειρήσεων που έκλεισαν

Ούτως ή άλλως στην περίοδο της κρίσης είχαμε μια εντυπωσιακή συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας που αποτυπώθηκε και στο γεγονός ότι από το 2008 έως το 2015 έκλεισαν 244.000 επιχειρήσεις.
Ωστόσο πάντα ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις μεγάλων επιχειρήσεων, με «βαριά» ονόματα και μεγάλη ιστορία που έκλεισαν.
Η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, παρότι πρωταθλήτρια στο «ράλι» του χρηματιστήριου το 1999 δέκα χρόνια μετά θα βρεθεί σε βαριά κρίση, με μεγάλες ζημιές και τεράστια χρέη στις Τράπεζες και ακόμη και σήμερα παρά τα αλλεπάλληλα σχέδια για επαναλειτουργία της αυτό δεν κατέστη δυνατό. Αποτέλεσμα εργοστάσια με ιστορικούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες παραμένουν κλειστά.
Λίγα χρόνια μετά ήταν η ιστορική βιομηχανία Shelman αυτή που αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα κλείνοντας διαδοχικά μονάδες και οδηγώντας σε απόγνωση εκατοντάδες εργαζομένους.
Το 2014 γράφτηκε και το τέλος της Neoset, μιας εμβληματικής εταιρείας στο χώρο του επίπλου που δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος συσσωρευμένων ζημιών ύψους δεκάδων εκατομμυρίων.
Ανάλογη ήταν η τύχη μιας ιστορικής γαλακτοβιομηχανίας, της ΑΓΝΟ, που έβαλε λουκέτο το 2014, οδηγώντας στην ανεργία 375 εργαζομένους.
Πάλι στο χώρο των τροφίμων η ιστορική αρτοβιομηχανίας «Κατσέλης» οδηγήθηκε σε κλείσιμο το 2013, την ώρα που απασχολούσε 500 εργαζομένους, ύστερα από ένα συνδυασμό λανθασμένων επιχειρηματικών σχεδίων και πολύ μεγάλου δανεισμού σε περιβάλλον επιδείνωσης της οικονομικής κρίσης.
Από τη μεριά της η ιστορική βιομηχανία Softex οδηγήθηκε ουσιαστικά για δεύτερη φορά σε κατάρρευση. Παρότι είχε ανασυγκροτηθεί μετά την κρίση που είχε περάσει τον καιρό των «προβληματικών επιχειρήσεων», δεν μπόρεσε το 2015 να αντέξει το κόστος μιας πυρκαγιάς σε ένα από τα εργοστάσια και οδηγήθηκε στο κλείσιμο. Είχε προηγηθεί στον ίδιο κλάδο και το κλείσιμο της Diana το 2012, ύστερα από 32 χρόνια λειτουργίας.
Όμως, προβλήματα εμφανίστηκαν και σε μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια. Μπορεί να αποφεύχθηκε ο ενδεχόμενο να βρεθούν στο δρόμο οι εργαζόμενοι των σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος, μέσα από την εξαγορά από τη «Σκλαβενίτης»,  όμως σε άλλες επιχειρήσεις του κλάδου τα πράγματα δεν είχαν τόσο αίσια έκβαση. Ήδη από το 2009 είχε αρχίσει η μεγάλη κρίση των σούπερ μάρκετ Ατλάντικ που κορυφώθηκε με την πτώχευση του 2011, βάζοντας τίτλους τέλους σε μια επιχείρηση που κάποτε είχε 3500 εργαζομένους και 2000 προμηθευτές. Το 2013 έκλεισαν το 40 Sprider Stores, αφήνοντας 800 εργαζομένους στο δρόμο. 60 χρόνια παρουσίας, 44 καταστήματα στην Ελλάδα και 3 στην Κύπρο, με 450 εργαζομένους είχε η Ηλεκτρονική Αθηνών όταν έκλεισε το Μάρτιο του 2016 αποτελώντας ένα από τα πρώτα μεγάλα θύματα των capitalcontrols. 80 χρόνια παρουσίας είχε η FOKAS και 1500 εργαζομένους όταν έκλεισε.

Έρχονται και άλλα κλεισίματα;

Την ίδια στιγμή έντονη είναι η ανησυχία και για το εάν θα κλείσουν και άλλες επιχειρήσεις. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν διατηρηθεί εν ζωή κυρίως μέσα από την έμμεση επιχορήγηση των μεγάλων χρεών προς  ΔΕΚΟ, ακόμη και σε περιπτώσεις που απλώς οι ιδιοκτήτες αρνούνταν να αναλάβουν την ευθύνη που αναλογούσε, όπως έδειξε η υπόθεση ELFE (συμφερόντων Λαυρεντιάδη) και της προνομιακής μεταχείρισης που είχε από τη ΔΕΠΑ.
Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι η ΛΑΡΚΟ. Μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες, με κραταιά θέση στην παγκόσμια αγορά νικελίου, η υπό τον έλεγχο του δημοσίου εταιρεία κινδυνεύει να κλείσει μέσα από το συνδυασμό των τεράστιων χρεών της προς τη ΔΕΗ και της υποχώρησης των τιμών του νικελίου παγκοσμίως.

Η δύσκολη έξοδος από το φαύλο κύκλο

Εάν κανείς προσπαθήσει να δει ποια είναι τα κοινά στοιχεία για όλα αυτές τις επιχειρήσεις, μια που υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, θα δει ένα συνδυασμό ανάμεσα σε διαφορετικά στοιχεία.
Από τη μια σίγουρα, πολλές επιχειρήσεις πλήρωσαν όχι μόνο τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης και της συρρίκνωσης της ζήτησης αλλά και τις αλαζονικές επιχειρηματικές επιλογές προηγούμενων περιόδων, που αποτυπώθηκαν όχι μόνος στη «φούσκα» του χρηματιστηρίου όσο και κυρίως σε έναν υπερβολικό δανεισμό που συχνά δεν κατέληγε πάντα σε παραγωγικές επενδύσεις και ο οποίος έγινε πραγματικός βραχνάς με την αλλαγή της οικονομικής συγκυρίας.
Από την άλλη, όμως, ολοένα και περισσότερο τόσο αυτές οι επιχειρήσεις όσο και αυτές που συνεχίζουν αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν τη μεγάλη πίεση από την οικονομική πολιτική που ασκείται.
Η αδυναμία πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές, οι ανοιχτές πληγές των τραπεζών που τις αναγκάζουν να μην μπορούν να τροφοδοτήσουν με ρευστότητα, η αβεβαιότητα από τις αλλεπάλληλες «κρίσεις» γύρω από τις αξιολογήσεις των μνημονίων, όλα αυτά διαμόρφωναν ένα πιεστικό και επισφαλές περιβάλλον που δεν επέτρεπε αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων.
Από ένα σημείο και μετά η ανάγκη διαμόρφωσης των υπερπλεονασμάτων σε συνδυασμό με προτεραιότητες όπως η επιβίωση των μεγάλων κρατικών ΔΕΚΟ σήμαιναν ότι εργαλεία διεκδίκησης μεριδίων ανταγωνιστικότητας όπως η μείωση του ασφαλιστικού, φορολογικού και ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων, απλώς δεν ήταν διαθέσιμα για τις ελληνικές επιχειρήσεις, την ώρα που ήταν ολοένα και πιο διαθέσιμα στους ανταγωνιστές τους στις διεθνείς αγορές.
Ακόμη  χειρότερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, σε μικρό βαθμό έχει κάνει βήματα που να μπορούν να αντιστρέψουν αυτή την κατάσταση και να διασώσουν παραγωγικές μονάδες και θέσεις εργασίας, προκρίνοντας αντίθετα την ψηφοθηρία των «κοινωνικών μερισμάτων».