Πρώτο θέμα μας: "γνώθι σαυτόν"

Πρώτο μας θέμα

Articles and opinions expressed may not necessarily belong to paneliakos.com

Η ιστοσελίδα μας, PANELIAKOS.COM

You can translate this blog in over 100 languages within a second! Go to the left up top where it says Select Language. Happy navigating. See you again..

Εορτάζουμε και Tιμούμε

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Ταξίδι «έκπληξη» στην Ελλάδα. Σε συνέχειες

 Τετάρτη, 24 Ιουλίου, 2019

Του Βασίλη Καυκά


Κεφάλαιο 1, Συνέχεια #3

Συνεχίζω την πορεία μου προς Δάφνη.  Αριστερά είναι η αρχαία Οινόη και μπροστά δεξιά η αρχαία Εφύρα.  Τα δύο αυτά χωριά αναφέρονται από τους Αρχαίους όπως τον Όμηρο και τον Παυσανία.  Σε λίγο φτάνω στο γεφύρι της Κλεισούρας.  Όταν ήμουνα μικρός η γέφυρα που είχε τότε το ποταμάκι έπεσε μετά από μία θεομηνία και δεν υπήρχε άλλος δρόμος για την πρωτεύουσα του κάμπου Αμαλιάδα.  Έτσι τα τρία λεωφορεία που έμεναν τα βράδια στου Βάλμη, τη Βουλιαγμένη και Αντρώνι είχαν μείνει στη περιοχή και έφερναν το κόσμο μέχρι εδώ από δω όπου με ένα υποτυπώδες γεφύρι περνούσαν απέναντι πεζή οι επιβάτες και από κει τους έπαιρναν τα λεωφορεία για την Αμαλιάδα.  Η διαδικασία αυτή κράτησε μήνες έως ότου γίνει η νέα γέφυρα, τότε.  Σήμερα με τον πλατύ αυτό δρόμο ούτε που καταλαβαίνει ότι εκεί κάποτε υπήρχε μεγάλο πρόβλημα συγκοινωνίας.

Πιο κάτω είναι η θέση Τζαμί όπου αριστερά είναι το εστιατόριο και κέντρο διασκεδάσεως των αδελφών Βυθούλκα, συμμαθητών μου στο εξατάξιο Γυμνάσιο Σιμοπούλου και δεξιά στο λοφίσκο η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη όπου εκεί στα γύρω χωράφια γινόταν η ζωοπανήγυρή στα τέλη Αυγούστου. 

Εδώ έκανα τα πρώτα χρήματα της ζωής μου.  Η καταραμένη φτώχια έκανε τον Γεράσιμο και εμένα να πουλάμε λουκούμια σε αυτούς που ήταν στο πανηγύρι.  Νερό δεν υπήρχε εκτός από μία βρύση απέναντι στο δασάκι στο ύψωμα που έτρεχε-δεν έτρεχε λίγο νερό τον Αύγουστο.  Οπότε με ένα γαϊδουράκι φορτώναμε νερό το πρωί από το Σιμόπουλο.  Κατά το μεσημέρι πηγαίναμε ποιό κάτω στην περιοχή Ωραία σε κάποιους γνωστούς του πατέρα μου όπου βγάζαμε νερό από το πηγάδι και γεμίζαμε τις στάμνες. 
Λουκούμι και νερό ένα φράγκο και τα δυό.  Τώρα θέλεις το λουκούμι, θέλεις το νερό ή και τα δυό μαζί γινόντουσαν ανάρπαστα.  Χιλιάδες κόσμος ερχόταν.  Άλλοι για να πουλήσουν τα ζώα τους, άλλοι τα πτηνά (κότες, γαλοπούλες, φαραόνια…)  Οι έμποροι πουλούσαν ρούχα, γεωργικά εργαλεία, κρασί και φαγητό.  Ο πατέρας έφερνε κι άλλα κουτιά λουκούμια και εμείς περπατώντας πάνω κάτω πουλούσαμε.  Ο Γεράσιμος που ήταν ποιο μεγάλος κρατούσε την στάμνα (βίκα) κι εγώ το κουτί με τα λουκούμια από την Πάτρα.  Η μητέρα μου με τον πατέρα μου είχαν φτιάξει φούρνο και έψηναν τα κρέατα για τις παράγκες.  Ήμουν δεν ήμουν 5-6 χρονών.  

Εδώ άκουσα για πρώτη φορά το Τάσο Μπουγά που τραγουδούσε σε μία από τις παράγκες που ήταν φτιαγμένες από πανιά που στρώνανε κάτω από τις ελιές για το μάζεμα.  Οι φίρμες τότε ήταν Τάσος Μπουγάς, Πάνος Κότας, Νίκος Μπρης και η Dina, Θεόδωρος Σωτηρόπουλος και άλλοι καλλιτέχνες!  Χρόνια αργότερα ο Νίκο Μπρης και η Νταϊάνα τραγουδούσαν στο κέντρο Zorba Room στο Lowell ενώ ο Τάσος Μπουγάς γύρισε τη υφήλιο.

Τώρα βλέπω ότι εκεί που γινόταν το πανηγύρι είναι κτισμένα σπίτια.  Ούτε ζωοπανήγυρη ούτε φούρνοι.  Α, καημένη μάνα και ο πατέρας, μας μεγάλωσαν χωρίς περιουσία μέσα στη λάσπη, αλλά τίμια.  Ξέρω δεν είμαστε οι μόνοι αλλά το δικό μου πόνο λέω.

Λίγο ποιο κάτω στενεύει πάλι ο δρόμος και έχει τρεις επικίνδυνες στροφές τις οποίες τις θυμάμαι απ’ έξω.  Περνάω το πτηνοτροφείο όπου εκτρέφουν πτηνά όπως πέρδικες, τριγώνια και άλλα και τα αφήνουν ελεύθερα όταν μεγαλώσουν.
Πεύκα παντού και ελιές ιδιαίτερα όταν φτάνω στο ύψος του χωριού Δαφνιώτισσα (Μουζίκα) τα λιοστάσια είναι αρκετά μεγάλα.  Δεξιά είναι η Κεραμιδιά.  Αυτό το χωριό μαζί με τη Δάφνη (Δάμιζα) τα έκαψαν οι Ναζί.  Μαρτυρίες λένε ότι μία γυναίκα είχε ζυμώσει και έκαιγε το φούρνο να ψήσει το ψωμί όταν μπήκαν οι Γερμανοί.  Προσπάθησε η φουκαριάρα να γλυτώσει τη φουρνιά της όταν οι Γερμανοί την πέταξαν μέσα στον αναμμένο φούρνο και την έκαψαν!

Στρίβω δεξιά και περνάω μέσα από την Κεραμιδιά από τον παλιό δρόμο.  Σε δύο τρία χιλιόμετρα έφτασα στο Καλαθά και τη Δάφνη.
Κτυπάω το κουδούνι κι εδώ έκπληξη.  Ούτε και ο Γιώργος με τη Χριστίνα δεν με περίμεναν. 
Αφού τακτοποίησα τα πράγματά μου κάνω ένα γρήγορο ντουζ και πηγαίνω έξω στο μπαλκόνι όπου έχουν στρώσει τραπέζι για φαγητό.  Ούτε παραγγελία να είχα κάνει.  Μπάμιες με αρνί στο φούρνο.
Τα είπαμε λίγο, εξ άλλου ο Γιώργος με τη Χριστίνα που πηγαίνω-έρχονται ήταν στην Αμερική το Πάσχα.

Είναι Πέμπτη πριν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου και μετά το φαγητό μπαίνουμε μέσα να δούμε τα νέα στην τηλεόραση.  Αρχίσαμε συζήτηση για τα ποσοστά που θα πάρει το κάθε κόμμα, τουλάχιστον τα μεγάλα.  

Έχω μάθει να ακούω.  Πολλές φορές το να ακούς είναι καλύτερο από το να μιλάς.  Πάντως συμφωνήσαμε ότι θα βγει η Νέα Δημοκρατία και είπαμε ποιοι βουλευτές θα εκλεγούν στην Ηλεία.  Η Χριστίνα μου λέει έχεις χαιρετίσματα από την Διονυσία, εννοώντας την υποψήφια της ΝΔ στην Ηλεία.  Αμέσως την παίρνω τηλέφωνο και βγαίνει στην άλλη γραμμή.  «Είσαι Ελλάδα ή Αμερική» με ρώτησε.  «Μόλις ήρθα» της λέω.  «Θέλω να σε δω» μου είπε και κανονίσαμε να βρεθούμε.  Με τη Διονυσία έχουμε χρόνια φιλία και έχει έρθει και στη Βοστώνη.
Μετά πήγα για ύπνο και ξύπνησα στις 7:15 το πρωί από τον τελάλη που πούλαγε καρέκλες, τραπέζια…  Μετά από λίγο άλλος με το μεγάφωνο «Έχω πατάτες, έχω καρπούζια, έχω πεπόνια, έχω ροδάκινα…»  Μετά από λίγο άλλος μανάβης, άλλος πραματευτής.

Μετά το πρωινό παίρνω το αυτοκίνητο και πάω στο Σιμόπουλο που απέχει περίπου 17 χιλιόμετρα από την Δάφνη.  Πρέπει να μάθω γύρο από το γάμο του Γιώργου και της Σοφίας εξ άλλου γι αυτό ήρθα και μιας και βρίσκομαι εκεί να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες με το σπίτι, ΕΝΦΙΑ, Κτηματολόγιο.  Θα τα πω αργότερα.
Η σύζυγος του αδερφού μου Γεράσιμου Γεωργία πάντα εύχαρι μου φτιάχνει καφέ και φέρνει και ένα μπακλαβά.  Μιλάμε με τη Γεωργία, το Γεράσιμο και το Γιώργο που θα γίνει γαμπρός αύριο Σάββατο και χαίρονται από την έκπληξη που τους έκανα.  Η Γεωργία είπε ότι «πίστευα ότι θα έρθεις».  Ναι πήγα.  Ο Γιώργος είναι ο μόνος ανύπαντρος ανιψιός μου και κάθε φορά που πήγαινα στην Ελλάδα με την οικογένεια ήταν μαζί μας.  Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν εφ’ όσον μπορούσα να είμαι εκεί στο γάμο του.

Μετά βγήκα στην καφετέρια όπου πάλι πολλοί γνωστοί αλλά και άγνωστοι.  Δυό τρεις σε κάθε τραπέζι.  Ελληνικά εδώ, αλβανικά πιο κει, ρουμάνικα…  Ο Νίκος ο Δανίκας, ο κουμπάρος του Γιώργου με προκαλεί να παίξουμε δηλωτή.  Δεν έχω ώρα του λέω γιατί θα πάω για μπάνιο στην Κουρούτα.  Κάποιος πάρα πέρα μου λέει να μη πας γιατί έσπασε ο αγωγός αποχέτευσης στη Ζάκυνθο και λύματα πέσαν στη θάλασσα.  Ευχαριστώ, λέω και αφού κέρασα γνωστούς και άγνωστους επιστρέφω στη Δάφνη.  

«Πάμε» λέω στο Γιώργο και τη Χριστίνα, «πάμε για μπάνιο».  Ετοιμάστηκαν και αναχωρούμε για τη θάλασσα.  Περνάμε από το Χάβαρι, τον Άγιο Ιωάννη, την Αμαλιάδα και στην εθνική οδό στρίβω αριστερά προς Πύργο.  «Αφού λένε ότι υπάρχει πρόβλημα στη Κουρούτα, πάμε Κατάκολο ή Ζαχάρω» τους λέω.   Στη Ζαχάρω λέει η Χριστίνα. 

Περνάμε τον Καρδαμά, Δουνέϊκα, Χανάκια… τον Πύργο, στρίβω δεξιά για Κυπαρισσία και ένας τεράστιος κάμπος απλώνετε μετά τον Πύργο, είναι η πρώην λίμνη Αγουλινίτσας που έχει αποξηραθεί.  Το 1981 είχα την ευκαιρία να πάω σε όλα τα χωριά και πόλεις της Ηλείας τουλάχιστον μία φορά αφού ήμουν υπεύθυνος προεκλογικού αγώνα της Φρόσως Σπετζάρη.  Ήταν η μόνη φορά που Φρόσω βγήκε βουλευτής.  Πινακίδες δείχνουν, Καράτουλα, Αλφειος Ποταμός, Σαμικό, Ράχες, Αρχαία Ολυμπία… Λουτρά Καϊάφα και νάτη η απομακρυσμένη πόλη της Ηλείας Ζαχάρω.   Στρίβω δεξιά και πάμε στη παραλία, στο Τουριστικό Περίπτερο.

Η θάλασσα είναι λάδι και το νερό ζεστό.  Εδώ είμαστε είπα και κάνω την πρώτη βουτιά.  Άξιζε η διαδρομή κάπου 60 χιλιόμετρα μακριά.  Πάντα μου άρεσε η θάλασσα, όχι όμως τα κρύα νερά του Ατλαντικού.  Παλιά κάναμε ψάρεμα με ψαροντούφεκο και με μάσκα με και χωρίς μπουκάλες οξυγόνου.  Στο νερό, θάλασσα ή πισίνα μου αρέσει να ξαπλώνω πάνω στο νερό και να επιπλέω.  Είναι φορές που μπορώ να είμαι ξαπλωμένος μισή, μία ώρα ίσως και παραπάνω. 

Αφού κάναμε το μπάνιο και πήραμε ένα αναψυκτικό λίγο αργότερα ανεβήκαμε στο εστιατόριο που έχει θέα τη θάλασσα.  Τι υπέροχη θέα...  Το γαλάζιο Ιόνιο.  Μπροστά μας και λίγο δεξιά οι Στροφάδες (νησάκια).  Εκεί πηγαίναμε για ψάρεμα με το Στεφανή Ξένο τον κουνιάδο του αδερφού μου Γιάννη.  
Ήταν συνταξιούχος, στέλεχος της ΚΥΠ, και είχε πάθος με το ψάρεμα και το κυνήγι.  Παιδιά δεν είχε οπότε μου φερνόταν σαν πατέρας έως ότου όταν έγινα 13 χρονών πήρα το κρις κραφτ και πήγα στη Ζάκυνθο με άλλα 7 παιδιά μεγαλύτερα από μένα.  Από τον Άγιο Ηλία Πύργου στη Ζάκυνθο.  Είχαμε πάει με το Στεφανή αρκετές φορές με το κρις κραφτ αλλά αυτή τη φορά πήγα χωρίς το Στεφανή.  Όλα πήγαν καλά μέχρι που στο γυρισμό ξέμεινα από καύσιμα κάπου 4 μίλια από τον Άγιο Ηλία.  Το σκάφος είχε δύο κουπιά για ώρα ανάγκης.  Ανάγκη σαν αυτή, αλλά εγώ δεν μπορούσα να χρησιμοποιώ και τα δύο κουπιά οπότε τα μεγαλύτερα παιδιά ανέλαβαν αλλά δεν μπορούσαν να συγχρονιστούν και η βάρκα γύριζε γύρω γύρω. 
Είχαμε φύγει από τον Άγιο Ηλία στις 9 το βράδυ και είχα υπολογίσει ότι στις 1 θα είμαστε πίσω.  Ο Στεφανής είχε φύγει για την Αθήνα και το μόνο που μου είπε το πρωί να μαζέψεις τα δίχτυα.  Τον βοηθούσα και ρίχναμε τρία 150 μέτρα δίχτυ στα ανοικτά του Αγίου Ηλία προς τα Στροφάδια.  Εγώ πιτσιρίκος παρακινήθηκα από την ανιψιά του 17 χρονών και 6 άλλα παιδιά 17-18 χρονών και πήγαμε στη Ζάκυνθο με το ταχύπλοο. 
Η ώρα έχει φτάσει 4 το πρωί και εμείς είμαστε στα ανοικτά στο Ιόνιο Πέλαγος.  Όταν χάραζε η αυγή βλέπαμε κόσμο στην παραλία.  Ήταν συγγενείς που ανησυχούσαν.  Ήξερα ότι στο ντουλαπάκι του κρις κραφτ ήταν ένα πιστόλι με φωτοβολίδες αλλά ήταν κλειδωμένο και τα κλειδιά τα είχε ο Στεφανής.  ΄Παίρνω ένα από τα ξύλινα κουπιά και σπάω το ντουλαπάκι.  Παίρνω το πιστόλι και αφού βάζω μια φωτοβολίδα την ρίχνω στον αέρα.  Έλαμψε η περιοχή.  Σε λίγο ήρθε το λιμενικό από το Κατάκολο και μας έδεσε να μας βγάλει έξω.  

Όσο πλησιάζαμε τόσο με ζώνανε μαύρα φίδια.  Μέσα στο κόσμο που περίμενε έβλεπα το Στεφανή που είχε έρθει από την Αθήνα με κουστούμι, τη ρεπούμπλικα και καπνίζοντας το τσιμπούκι πήγαινε πάνω κάτω στην άμμο.   Μόλις φτάσαμε κοντά κατέβηκα και τραβώντας το σκάφος έφτασα στην αμμουδιά.  Εκεί έφαγα το χαστούκι της ζωής μου από το Στεφανή.  «Πήγαινε για ύπνο» μου λέει.  Το καλοκαιρινό σπίτι του ήταν πάνω στην παραλία.  Έτσι με γλύτωσε από τους συγγενείς των παιδιών και το Λιμενικό.

Πέρασαν κάποιες ώρες και ήρθε και με ξύπνησε.   Ντύσου μου λέει άγρια.  Ντύθηκα και περίμενα λίγο.  Δεν μου είπε να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω αλλά με οδήγησε στο αυτοκίνητό του που το είχε σταθμεύσει σε ένα διώροφο παραθαλάσσιο που είχε λίγο πιο κάτω εκεί που είναι η στάση των λεωφορείων.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου.  «Πάει η θάλασσα για μένα» είπα μέσα μου.  Αλλά γιατί δεν μου είπε να πάρω τα ρούχα μου αναρωτήθηκα.  Μιλιά ο Στεφανής, άχνα εγώ.  Δεν πήρε το δρόμο προς Δουνέϊκα και Αμαλιάδα-Σιμόπουλο αλλά στη διασταύρωση για Πύργο έστειψε δεξιά για Πύργο.  Τώρα είναι που φοβήθηκα περισσότερο.  Λέω μέσα μου, «στην Αστυνομία με πάει».  Είχα ακούσει για το τι περνούσαν στα κρατητήρια επί χούντας.

Τον είδα να με κοιτάει στο καθρέφτη αγριεμένος.  Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.  Άρχισε να με φωνάζει, «ξέρεις τι έκανες, πήγες να με κλείσεις φυλακή».  Στο μυαλό μου άρχισα να σκέπτομαι τι θα κάνω εάν με πάει στην Ασφάλεια του Πύργου.  Ήμουνα έτοιμος μόλις σταματήσει στο Αστυνομικό Τμήμα να ανοίξω την πόρτα του κόκκινου MAZDA και να την κοπανίσω.  Δεν γνώριζα που είναι η Αστυνομία αλλά μόλις θα έβλεπα το κτήριο ήμουν έτοιμος. 

Σταμάτησε μπροστά από το ζαχαροπλαστείο ΣΕΡΑΝΟ.  «Κατέβα» μου είπε.  Κατέβηκα ενώ κοιτούσα γύρο μήπως είναι εκεί η αστυνομία.  «Πάμε μέσα» είπε και έδειξε το ζαχαροπλαστείο.  Καθίσαμε σε ένα τραπέζι, άναψε το τσιμπούκι του παρήγγειλε ένα καφέ και μία φρυγανιά.  «Να πάρεις γλυκό μου» είπε.  Για γλυκό ή δηλητήριο ήμουν εγώ με το κοντό παντελονάκι.  «Να πάρεις» είπε επιτακτικά. 
Ήρθε ο καφές του και το γλυκό μου από ένα σερβιτόρο.  Για εμένα παράγγειλε μία πάστα.  Εκεί που έπινε τον καφέ άρχισε πάλι.  «Ξέρεις τι έκανες, πήρες τη βάρκα και πήγες νύχτα στη Ζάκυνθο.  Να πνιγείτε και εγώ να πάω φυλακή» μου είπε άγρια.  Εγώ ούτε πάστα ήθελα ούτε νερό.  Και συνέχισε εγώ σε έχω σαν παιδί μου, ξέρεις τη θάλασσα και τις ξέρες αλλά ούτε εγώ δεν έχω πάει νύχτα στη Ζάκυνθο».  Πράγματι από τον Άγιο Ηλία η Ζάκυνθος είναι 23 μίλια πάνω κάτω και με το γρήγορο κρις κραφτ ήταν 35-40 λεπτά.  Γαμώτο λέω μέσα μου, εάν δεν ξεμέναμε από βενζίνα όλα θα ήταν ωραία.

Εκεί που σκεπτόμουν τι θα γίνει βάζει ένα υστερικό γέλιο και μου λέει «έκανες παιδιάστικη βλακεία, αλλά έχεις αρχί…».  Ανάσανα.  Τελικά δεν θα με πάει στην Αστυνομία.  Πήρε μία τούρτα που είχε παραγγείλει στο ΣΕΡΑΝΟ και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να επιστρέψουμε στον Άγιο Ηλία.  Στο δρόμο του ζήτησα συγγνώμη και του υποσχέθηκα ότι δεν ξανά γίνει.  Τον είδα στον καθρέφτη που έβγαλε το τσιμπούκι που ήταν σχεδόν πάντα στο στόμα του και χαμογέλασε.  «Σου έχω εμπιστοσύνη, να πας πάρεις τον Ανδρέα, (τον ανιψιό του) και να πάτε να μαζέψτε τα δίχτυα» είπε κάπως ήρεμα.  "Εγώ σε έβαλα σε μπελάδες γιατί πριν φύγω για Αθήνα έκανα μιά βόλτα με το σκάφος".  Τώρα κατάλαβα γιατί ξεμείναμε από καύσιμα.

Τώρα βλέποντας στο βάθος τα Στροφάδια και δεξιότερα τη Ζάκυνθο θυμήθηκα το Στεφανή το «Μπουκαούρη».  Πες περνούν τα χρόνια αλήθεια...

Αύριο η Συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου