Πρώτο θέμα μας: "γνώθι σαυτόν"

Πρώτο μας θέμα

Articles and opinions expressed may not necessarily belong to paneliakos.com

Η ιστοσελίδα μας, PANELIAKOS.COM

You can translate this blog in over 100 languages within a second! Go to the left up top where it says Select Language. Happy navigating. See you again..

Εορτάζουμε και Tιμούμε

Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Το νέο δόγμα Μπάιντεν για την Κίνα

  Δευτέρα, 19 Ιουλίου, 2021

Ο προστατευτισμός του Μπάιντεν και η ρητορική «εμείς ή αυτοί» θα επηρεάσει αρνητικά την Αμερική και θα αποθαρρύνει συμμάχους της

Οι αισιόδοξοι πίστευαν εδώ και καιρό ότι η ένταξη της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία θα την έκανε «υπεύθυνο διεθνή παίκτη» και θα επέφερε πολιτικές μεταρρυθμίσεις. O Πρόεδρος Τραμπ θεωρούσε τον ισχυρισμό αυτό αδύναμο. Τώρα, όμως, ο Μπάιντεν μετατρέπει τη θεωρία αυτή σε δόγμα που θέλει την Αμερική να εναντιώνεται στην Κίνα, μία διαμάχη μεταξύ αντίπαλων πολιτικών συστημάτων από την οποία θα υπάρξει ένας μόνο νικητής.  O Τραμπ και ο Μπάιντεν «οργάνωσαν» το πιο δραματικό διάλειμμα της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής τα τελευταία 50 χρόνια από τότε που ο Νίξον επισκέφθηκε την Κίνα.

Ο Μπάιντεν και η ομάδα του βασίζουν το δόγμα τους στην πεποίθηση ότι η Κίνα «δεν ενδιαφέρεται για συνύπαρξη αλλά για κυριαρχία». Η αμερικανική πολιτική πρέπει να μετριάσει τις φιλοδοξίες της Κίνας. Θα συνεργαστεί με την Κίνα σε τομείς κοινού συμφέροντος, όπως η κλιματική αλλαγή, αλλά θα αντιταχθεί στις φιλοδοξίες της σε άλλους τομείς. Αυτό συνεπάγεται ότι θα αυξήσει την ισχύ της και θα συνεργαστεί με όσους συμμάχους της αυξήσουν την οικονομική, τεχνολογική, διπλωματική, στρατιωτική και ηθική επιρροή της.

Το νέο δόγμα του Μπάιντεν έχει λογική. Το αισιόδοξο σενάριο ένταξης της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία κατέρρευσε υπό την απειλή της αύξησης της κινεζικής ισχύος. Υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ, η Κίνα έχει τοποθετήσει πλοία στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, έχει επιβάλει δικό της κόμμα στο Χονγκ Κονγκ, απείλησε την Ταϊβάν, ήρθε σε διένεξη με την Ινδία και προσπάθησε να υπονομεύσει τις δυτικές αξίες στους διεθνείς φορείς. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα πολλές χώρες να αρχίσουν να ανησυχούν για τη διπλωματία «πολεμιστή λύκου» της Κίνας.

Ωστόσο, το δόγμα του Μπάιντεν μπορεί να καταστεί αναποτελεσματικό, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο να μην λειτουργήσει. Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί ο τρόπος που ο Μπάιντεν ορίζει την απειλή. Με την πολιτική που ακολουθεί η Ουάσινγκτον να θεωρείται προβληματική, ο Μπάιντεν πρέπει να κάνει τον λαό του να αναβιώσει το πνεύμα που επικρατούσε στην επίθεση στο Περλ Χάρμπορ για να δημιουργήσει και πάλι ένα αίσθημα εθνικού σκοπού. Μία τέτοια προσέγγιση, όμως, είναι λάθος. Αληθεύει το ότι οι Ρεπουμπλικανοί σπεύδουν να ασκήσουν κριτική σε οτιδήποτε θωρείται ήπια πολιτική απέναντι στην Κίνα ( παρόλο που ακόμη και όταν λένε ότι οι προεδρικές εκλογές ήταν στημένες, βοηθάνε  τους Κινέζους προπαγανδιστές). Ωστόσο, οι Ρεπουμπλικανοί δεν πρόκειται να υποστηρίξουν τους στόχους του Μπάιντεν και αυτό γιατί αυτοί έχουν ως κύριο άξονα την Κίνα.

Ακόμη χειρότερα, όσο περισσότερο ο Μπάιντεν ακολουθεί σκληρή ρητορική για να κινητοποιήσει τους Αμερικανούς, τόσο δυσκολότερο γίνεται να κινητοποιήσει τους συμμάχους του και τις μεγάλες αναδυόμενες δυνάμεις, όπως η Ινδία και η Ινδονησία. Με το να πλαισιώνει τη σχέση Κίνας- Αμερικής ως παιχνίδι μηδενικού αποτελέσματος, την παρουσιάζει ως ένα μανιχαϊκό αγώνα μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας, παρά ως μία προσπάθεια συνύπαρξης. Δυστυχώς, όμως, στην προσέγγισή του αυτή δεν έχει λάβει υπόψη του τα όσα θα χάσουν οι δυνητικοί του σύμμαχοι εάν γυρίσουν την πλάτη τους στην Κίνα.

Μέσω των οικονομικών μέτρων, η Κίνα θα μετατραπεί σε κυρίαρχη δύναμη, οτιδήποτε κι αν κάνει η Αμερική. Θα γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ενώ είναι ήδη ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος σχεδόν των διπλάσιων χωρών από την Αμερική. Η Γερμανία, η «υπερδύναμη» της Ευρώπης, έχει ως σκοπό να διατηρήσει τις εμπορικές της σχέσεις με την Κίνα, ακόμη κι εάν οι πολιτικές τους σχέσεις χειροτερεύσουν. Στη νοτιοανατολική Ασία, πολλές χώρες στρέφονται στην Αμερική για να εξασφαλίσουν την ασφάλειά τους και στην Κίνα για την ευημερία τους, ενώ, πολλές χώρες, εάν αναγκάζονταν να επιλέξουν μεταξύ των υπερδυνάμεων, θα επέλεγαν την Κίνα.

Έτσι, ο Μπάιντεν, αντί να επιβληθεί στις υπόλοιπες χώρες, θα πρέπει να τις «κερδίσει». Η καλύτερη ευκαιρία για να το καταφέρει αυτό είναι να αποδείξει ότι η Αμερική μπορεί να τα πάει τέλεια στο εσωτερικό της και να μετατραπεί σε ηγέτη μίας επιτυχημένης και ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας.

Στο σημείο αυτό, o Μπαίντεν χάνει στις λεπτομέρειες. Αντί να επενδύσει στις δυνάμεις της Αμερικής, ώστε να ενισχύσει τον ηγετικό της ρόλο σε διεθνές επίπεδο, χρησιμοποιεί την απειλή της Κίνας για να εξυπηρετήσει εσωτερικά ζητήματα. Το δόγμα του αφορά, κυρίως, ζητήματα βιομηχανικής πολιτικής, κρατικής παρέμβασης, προγραμματισμού και ελέγχων.

Για να δείτε τι θα μπορούσε να συνεπάγεται αυτό, ανατρέξτε στη διοικητική έκθεση, η οποία δημοσιεύθηκε τον προηγούμενο μήνα και αφορά τέσσερις κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες- ημιαγωγούς, συσσωρευτές, σπάνιες γαίες και ζωτικές φαρμακευτικές ουσίες. Η έκθεση δεν αφορά μόνο την υπόθεση εθνικής ασφάλειας για κυβερνητική παρέμβαση σε αυτούς τους κλάδους, αλλά, περιλαμβάνει, επίσης, την εκπροσώπηση των συνδικάτων, την κοινωνική δικαιοσύνη και πολλά άλλα ζητήματα. Αναμένουμε περισσότερες τέτοιες εκθέσεις. Εάν εκλάβουμε την έκθεση αυτή ως οδηγό, ο Μπάιντεν θα προτείνει τη χρήση επιδοτήσεων και κανονισμών, ώστε να διασφαλίσει ότι οι θέσεις εργασίας και η παραγωγή θα παραμείνουν εντός των συνόρων της Αμερικής.

Το σχέδιο αυτό του Μπάιντεν έχει και ανταλλάγματα. Η επίθεσή του στην Κίνα επικεντρώνεται στην εκμετάλλευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των Ουιγούρων, οι οποίοι υπόκεινται σε περιορισμούς και καταναγκαστική εργασία στη Σινζιάνγκ. Κεντρικό στοιχείο στην πολιτική που ακολουθεί για την κλιματική αλλαγή είναι η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτά τα δύο συνδέονται μεταξύ τους, καθώς η Σινζιάγκ αποτελεί πηγή του 45% της σιλικόνης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλιακής ενέργειας. Βασικό πρόβλημα, ωστόσο, είναι ο ήπιος προστατευτισμός του δόγματος της Κίνας, που είναι περισσότερο πιθανό να βαρύνει την οικονομία παρά να την υπερφορτίσει. Το νέο πρόγραμμα της Αμερικής αποσκοπεί στο να αποδείξει ότι η χώρα έχει πολλά πλεονέκτημα έναντι της Κίνας. Ακόμη, το πρόγραμμα αυτό καθιστά σαφές το ότι επιτρέπει αυτό το είδος ανταγωνισμού που δίνει τη δυναντότητα σε ιδιωτικές εταιρείες, όπως η SpaceX και η Blue Origin, να διαπρέψουν.

Ένα τρίτο πρόβλημα είναι ότι το δόγμα του Μπάιντεν θα κάνει τους συμμάχους των ΗΠΑ ακόμη πιο επιφυλακτικούς. Εάν ο σκοπός για τον οποίο ο Μπάιντεν κόβει κάθε δεσμό με την Κίνα είναι η δημιουργία ενώσεων εργαζομένων στην Αμερική, οι σύμμαχοι θα αρχίσουν να αναρωτιούνται τι προβλέπεται και για εκείνους στο πρόγραμμα αυτό.

Το σχέδιο του Μπάιντεν αποτελεί μία χαμένη ευκαιρία. Εάν η Αμερική θέλει να σταματήσει την προσπάθεια της Κίνας να αναδομήσει την παγκόσμια τάξη, θα πρέπει να υπερασπιστεί αυτό το είδος παγκοσμιοποίησης που πάντα υποστήριζε, με το εμπόριο και το πολυμερές σύστημα να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσέγγισης αυτής, ενώ, παράλληλα, η Αμερική θα διατηρεί μία ανοιχτή στάση και θα επιτρέπει την ελευθερία στις ιδέες, ώστε να αποκτήσει πλεονέκτημα στην καινοτομία.

Εάν η Αμερική ήθελε πράγματι να αντιμετωπίσει την Κίνα στην Ασία, θα υπέγραφε την Πανασιατική Εμπορική Συμφωνία και θα αποχωρούσε από αυτή το 2016. Αυτό τώρα είναι εξαιρετικά απίθανο, αλλά θα μπορούσε να προσπαθήσει να βρει νέες συμφωνίες για το περιβάλλον και το ψηφιακό εμπόριο. Θα μπορούσε, επίσης, να επενδύσει χρήματα και να ασκήσει επιρροή στη δυτική τάξη πραγμάτων για θέματα όπως οι εμβολιασμοί για μελλοντικές πανδημίες, τα ψηφιακά συστήματα πληρωμής, η κυβερνοασφάλεια, όπως θα μπορούσε να φτιάξει και ένα σύστημα υποδομής αντάξιο της πρωτοβουλίας «Μια ζώνη ένας δρόμος» (Belt and Road Initiative/BRI) της Κίνας.  Αντί να αντιγράφει τον τεχνο-εθνικισμό της Κίνας, μία πιο «δυνατή» Αμερική θα έπρεπε να επικεντρωθεί σε αυτά που τόσα χρόνια καθιστούσαν τη Δύση ισχυρή.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου