Η Οργανωτική Επιτροπή τών πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων τής Αθήνας είχε ορίσει τη διεξαγωγή τού Μαραθωνίου Δρόμου την πέμπτη μέρα τών Αγώνων, και συγκεκριμένα την 29η Μαρτίου 1896 (με το παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο) ημέρα Παρασκευή και ώρα 14.00.

Οι δρομείς θα ξεκινούσαν από τον Μαραθώνα και συγκεκριμένα από το γεφυράκι με τον οδοδείκτη 40 (σηματοδοτούσε την απόσταση τών 40 χλμ. από το κέντρο τής Αθήνας).

Έχοντας ήδη διοργανώσει σαν πρόβα τζενεράλε τον Πανελλήνιο Αγώνα στις 10 Μαρτίου, είχε πάρει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την υποδειγματική διοργάνωση τού 1ου Ολυμπιακού (Διεθνή) Αγώνα Μαραθωνίου Δρόμου στην Ιστορία.

Συγκεκριμένα είχε στρώσει και διανοίξει τη διαδρομή από τον Μαραθώνα μέχρι το Καλλιμάρμαρο, στο καλύτερο δυνατό επίπεδο για την εποχή (χωμάτινη διαδρομή τότε).

Εξασφάλισε τη φιλοξενία τών αθλητών, τών συνοδών, τών ανθρώπων τής Οργανωτικής Επιτροπής, Εποπτών-Κριτών, δημοσιογράφων στον Μαραθώνα.

Φρόντισε ώστε κάθε αθλητής να παρακολουθείται και να επιτηρείται από δυο κριτές – επόπτες.

Υπήρχαν γιατροί που εξέτασαν τους αγωνιζόμενους, τόσο στον Μαραθώνα (την παραμονή τού Αγώνα) αλλά και τους ακολουθούσαν σε όλη τη διαδρομή.

Υπήρχε χιλιομετρική σήμανση (ανά χλμ.), ενώ στη μέση της διαδρομής (στο Χάνι τού Σκορδά στο Πικέρμι) είχε πολλά εφόδια για τον ενεργειακό ανεφοδιασμό και ανάψυξη τών μαραθωνοδρόμων.

Υπήρχε εντατική περιφρούρηση από επόπτες τού Στρατού και τής Χωροφυλακής, για τυχόν παρενοχλήσεις από αδέσποτα ζώα (ποιμενικούς φύλακες).

Ενώ η χρονομέτρηση και τα περάσματα αλλά και τα τελικά αποτελέσματα είχαν λογική συνάφεια και συνάρτηση μεταξύ τους.

Επιστολές τού Ολυμπιονίκη – συμμετέχοντα στον Μαραθώνιο Edwin “Teddy” Flack (Βρετανοαυστραλός), αλλά και τών Αμερικανών αθλητών – συνοδών προς την Επιτροπή, εξέφρασαν τον θαυμασμό για την άρτια και καθόλα έντιμη διεξαγωγή τού Μαραθωνίου Δρόμου (συμπεριλαμβάνονταν σ’ αυτήν τόσο ο Ολυμπιονίκης Arthur Blake, όσο και ο George Graham, διευθυντής τής Boston Athletic Association αλλά και ο Charles Waldstein, μεγάλος Αμερικανός Αρχαιολόγος, αυτόπτης μάρτυρας τού Μαραθωνίου και τών Αγώνων συνολικά).

Στον αγώνα τελικά συμμετείχαν 17 αθλητές (αποσύρθηκε την τελευταία στιγμή ο Γερμανός Carl Galle, και ακολούθως αποκλείστηκε ως επαγγελματίας ο Ιταλός Carolο Airoldi).

Ανάμεσά τους ως φαβορί ήσαν ο Edwin Flack (Αυστραλός) ολυμπιονίκης στα 800 και 1.500 μ. τις προηγούμενες μέρες, ο Blake (ΗΠΑ), 2ος στα 1500 μ., ο Γάλλος Αlbin Lermusiaux και ο Ούγγρος Gyula Kellner με μεγάλες νίκες σε υπεραποστάσεις(!!!). Από τους Έλληνες αθλητές ξεχώριζε ο Χαρίλαος Βασιλάκος (1877-1969) που είχε ήδη νικήσει με 3.18 στον 1ο Πανελλήνιο Αγώνα στις 10 Μαρτίου 1896.

Ως αουτσάιντερ λογιζόταν ο Γιάννης Λαυρέντης που είχε πετύχει 3.11.27 (πανελλήνιο ρεκόρ) στον δεύτερο προκριματικό τής 25ης Μαρτίου 1896, ο Γιάννης Βρεττός με 3.12.30 στον ίδιο αγώνα, ο Λευτέρης Παπασυμεών με 3.13.37.

Κανείς δεν υπολόγιζε τον Μαρουσιώτη Σπυρίδωνα Λούη, ο οποίος μαζί με τον Σταμάτη Μασούρη (από το Μαρούσι κι αυτός) μπήκαν την τελευταία στιγμή ως 5ος και 6ος τών προκριματικών τής 25ης Μαρτίου και με επιμονή τού στρατιωτικού επιτετραμμένου Γεωργίου Παπαδιαμαντοπούλου (προέδρου τής Επιτροπής Μαραθωνίου Δρόμου) ο οποίος επέμενε (και ορθώς όπως φάνηκε από το τελικό αποτέλεσμα) μετά τον προκριματικό που διεξήχθη μέσα σ’ ένα βαρύ λασπωμένο – λόγω τής βροχής - δρόμο με 4 δρομείς να πετυχαίνουν χρόνους κάτω από τα 3.18 τού Χαρίλαου Βασιλάκου και δύο (Λούης και Μασούρης) να αποτυγχάνουν για λίγα δευτερόλεπτα (3.18.27 ο Λούης και 3.19.15 ο Μασούρης) να συμμετάσχουν και οι δύο αυτοί τελευταίοι δρομείς, στην τελική σειρά τών αγωνιζομένων.

Η μοίρα θέλησε τελικά να δικαιωθεί με τον Σπύρο Λούη. Ο Αγώνας ξεκίνησε κανονικά στις 14.00 με τον Γάλλο Λερμιζιό ενθουσιώδη, να παίρνει κεφάλι από την αρχή, και με ένα τρελό ρυθμό να ξεφεύγει από τους Flack, Blake, Kellner και τους Έλληνες δρομείς (εκτός τού άτυχου Γιώργου Γρηγορίου, ο οποίος στραβοπάτησε σε μια γούβα και αποσύρθηκε γρήγορα από τον αγώνα).

Ο Λερμιζιό ξέφυγε ως το 10ο χλμ., ενώ προοδευτικά, έως τη διασταύρωση τής Ραφήνας (16ο χλμ. τής τότε διαδρομής) είχαν καλύψει με υπερπροσπάθεια οι Flack και Blake, μέρος τού πλεονεκτήματος τού Γάλλου.

Στα μισά τής διαδρομής (Χάνι τού ΣκορδάΠικέρμι στο 20ό χλμ.) ο Γάλλος πέρασε με εκπληκτικό πέρασμα 1.05.

150 μέτρα πίσω του ο Flack και λίγο μετά ο Blake.

Με 1.13 ακολούθησαν οι Βασιλάκος, Λούης, Λαυρέντης, Βρεττός και ο Ούγγρος Kellner και πίσω τους, 200 μέτρα οι ΔεληγιάννηςΜπελόκας.

Η “αυτοκτονική” κούρσα τού Λερμιζιό, αλλά και η υπερπροσπάθεια των Μπλέικ και Φλακ, τούς εξάντλησε τον ένα μετά τον άλλο.

Στον Σταυρό (ο περιβόητος τοίχος με την κυρτή απότομη ανηφόρα) ο Flack έφθασε τον Λερμιζιό, που λίγο μετά, στην κατηφόρα, κατέρρευσε εγκαταλείποντας.

Στο μεταξύ και ενδεικτικά στο 25ο χλμ. (Παλλήνη) ο Λερμιζιό πέρασε σε 1.34, ο Φλακ 1.35, ο Μπλέικ 1.38, ο Βασιλάκος 1.41, ο Λούης 1.41.30 και ο Κέλνερ 1.44.

Λίγο μετά, στον Σταυρό και την εκκλησία τής Αγ. Παρασκευής (500 μ.) εγκατέλειψε και ο Blake, εξουθενωμένος κι αυτός στο κυνήγι των Λερμιζιό και Φλακ.

Πίσω από τον προπορευόμενο πια Flack, ακολουθούσαν βήμα-βήμα ο Σπύρος Λούης και ο Χαρίλαος Βασιλάκος, ξεφεύγοντας από τους υπόλοιπους Έλληνες και τον Ούγγρο Κέλνερ.

Λίγο μετά την εκκλησία τής Αγ. Παρασκευής, ο Λούης αύξησε τον ρυθμό του και άφησε λίγο πίσω του τον Βασιλάκο, αποκτώντας οπτική επαφή με τον Flack στην τότε είσοδο τών Αθηνών (κοντά στο σημερινό νοσοκομείο Σωτηρία).

Η απόσταση πλέον που τους χώριζε, ήταν μόλις 150 μέτρα από τον Αυστραλό. Λίγο μετά, ο Λούης έφτασε και πέρασε τον Flack που παρέπαιε έχοντας φθάσει στο 35ο χιλιόμετρο, όπου κι εγκατέλειψε... Ο δρόμος ήταν πλέον ανοικτός για τον άσημο φτωχό νερουλά τού Αμαρουσίου. Πίσω του ο μεγάλος πρώτος πανελληνιονίκης Χαρίλαος Βασιλάκος συγκεντρώθηκε για να διαφυλάξει τη δική του ιστορική 2η θέση, ενώ πίσω του οι Κέλνερ και Μπελόκας μονομαχούσαν για την 3η θέση.

Στους Αμπελόκηπους ο Λούης ανάμεσα στο ευτυχισμένο πλήθος, μόλις 3 χλμ. από το Στάδιο, ξεχώρισε τη γυναίκα τής ζωής του, την Ελένη Κόντου που τον υποδέχτηκε με έναν ασπασμό, και του έδωσε λίγες φέτες πορτοκαλιού... Ξεχύθηκε προς το Στάδιο, διέσχισε την Κηφισίας, την Ηρώδου Αττικού, και εισήλθε στο Στάδιο.

Δεκάδες χιλιάδες τον υποδέχθηκαν με απίστευτες εκδηλώσεις που άγγιξαν τα όρια τής ομαδικής έκστασης... Η Αθήνα σειόταν με τις ιαχές τού παραληρούντος Λαού...

Τα τελευταία μέτρα του προς την Αθανασία, ο Λούης τα διέτρεξε κυριολεκτικά πετώντας... Ο θρίαμβος συνεχίστηκε όταν λίγο μετά τερμάτιζε δεύτερος ο μεγάλος αθλητής Χαρίλαος Βασιλάκος, και τρίτος (αν και ακυρώθηκε λόγω ένστασης τού Ούγγρου Κέλνερ) ο Μπελόκας. Ο χρόνος τού Λούη 2.58.50, τού Βασιλάκου 3.06.03 και ο Κέλνερ 3.06.35.

122 χρόνια μετά, αυτές οι γραμμές αφιερώνονται στους σκαπανείς θριαμβευτές τού 1896 Έλληνες δρομείς Σπύρο Λούη και Χαρίλαο Βασιλάκο, αλλά και όλους τους συμμετέχοντες στον 1ο Ολυμπιακό Μαραθώνιο που θεμελίωσε τον Αγώνα τών Αγώνων... Τον Μαραθώνιο, τών ανθρώπων σε όλη τη γη... Των εκατομμυρίων που είχαν, έχουν, και θα έχουν αναφορά αυτές τις στιγμές...

Της Παρασκευής το απομεσήμερο, τής 29ης Μαρτίου 1896...

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΣΑΜΙΟΣ

Πρόεδρος τού Α.Π.Σ. “ΑΠΟΛΛΩΝ” ΔΥΤ. ΑΤΤΙΚΗΣ

ΥΓ.: Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια τού ιστορικού “αναθεωρητισμού”, δυστυχώς και στον αθλητισμό, έχουν επαναφερθεί χωρίς κανένα νέο στοιχείο, παρά αόριστες υποθέσεις, λόγια και πικρίες, θεωρίες που άπτονται συνωμοσιολογικών σεναρίων και αστικών μύθων... για την υποτιθέμενη βοήθεια προς τον Σπύρο Λούη που του αμφισβητούν την παλικαρίσια νίκη του.

Όλ’ αυτά τα φτωχά επιχειρήματα που αντικρούονται με πλήθος πηγών, γραπτών και προφορικών, εκατοντάδων ανθρώπων που ήσαν από το πρώτο χιλιόμετρο έως τον τερματισμό με τις ιδιότητες τών εποπτών, κριτών, δημοσιογράφων, συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, κατατείνουν σε μια παραδοχή που οι πρωταγωνιστές τής θρυλικής αυτής κούρσας στον 1ο Μαραθώνιο είχαν ζήσει:

Ο μαραθώνιος τής Αθήνας το 1896 με όλες τις διακυμάνσεις του, διεξήχθη υποδειγματικά. Είχε πρώτο νικητή έναν άσημο φτωχό νέο από το Μαρούσι, τον Σπύρο Λούη, είχε δεύτερο νικητή έναν άξιο ολοκληρωμένο αθλητή, τον Χαρίλαο Βασιλάκο, ο οποίος με τη σειρά του είχε γράψει τη δική του ιστορία με την πρώτη Πανελλήνια Νίκη και το 1ο Πανελλήνιο ρεκόρ στον Μαραθώνιο τής 10ης Μαρτίου 1896...

Όλα τα άλλα θυμίζουν τη γνωστή παροιμία “Για να ψοφήσει η κατσίκα τού γείτονα” και τον αιώνιο – δυστυχώς – Ελληνικό Διχασμό...