Ηχθεσινή ανακοίνωση του Κώστα Καραμανλή ότι κλείνει επί της ουσίας τον κοινοβουλευτικό του κύκλο και δεν θα είναι υποψήφιος στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές γυρίζει το ρολόι του χρόνου πίσω. Ο θείος του Κωνσταντίνος Καραμανλής αποχώρησε από πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας που ίδρυσε και από Πρωθυπουργός για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Για τον ανιψιό θα δούμε τι θα συμβεί στο μέλλον, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού του, υπάρχει η προοπτική της ανόδου στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Η αποχώρηση του θείου του έριξε σε μαύρη τρύπα τη ΝΔ επί Γεωργίου Ράλλη. Εξάλλου ο πολιτικός τυφώνας Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠαΣοΚ το 1981 σάρωσαν τα πάντα.

Από την ήττα του 1981 μέχρι να ανασυνταχθεί η ΝΔ πέρασε αρκετός καιρός. Οι βάσεις για την επιστροφή της Ν.Δ. στην κυβέρνηση με πρόεδρο πλέον τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τέθηκαν με τις νίκες του κόμματος στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1986, ειδικά στους τρεις μεγάλους δήμους, Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς με τους Μιλτιάδη Έβερτ, Σωτήρη Κούβελα και Ανδρέα Ανδριανόπουλο.

Ο Κ. Μητσοτάκης, εκμεταλλεύτηκε την ραγδαία φθορά του ΠαΣοΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου που είχε γυρίσει από το Χέρφιλντ μετά την περιπέτεια της υγείας του. Την ίδια περίοδο κυριαρχεί η σκανδαλολογία στην πολιτική ζωή του τόπου.

Η Ν.Δ. κερδίζει στις βουλευτικές εκλογές της 18ης Ιουνίου του 1989 με ποσοστό 44.3% (το ΠαΣοΚ συγκέντρωσε 39.15% και 125 έδρες), εκλέγοντας 145 βουλευτές. Όμως λόγω του ιδιόμορφου εκλογικού νόμου δεν διαθέτει αυτοδυναμία στη Βουλή.

Ο Ανδρ. Παπανδρέου εισήχθη επειγόντως στο Γενικό Κρατικό, πέντε ημέρες μετά τις εκλογές, εν μέσω των διερευνητικών εντολών, γεγονός που επιβαρύνει την πολιτική ατμόσφαιρα. Η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – Συνασπισμού με Πρωθυπουργό τον Τζανή Τζαννετάκη είναι γεγονός, προϊόν της συνάντησης που είχε στη Γλυφάδα, ο Κ. Μητσοτάκης με τους Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο.

Στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1989 και ενώ η πολιτική ζωή εξακολουθεί να κινείται στους ρυθμούς της σκανδαλολογίας, παραπέμπεται ο Α. Παπανδρέου, ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης και ο Γιώργος Πέτσος στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Την παραμονή της συζήτησης και ψηφοφορίας στη Βουλή, η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» δολοφονεί τον Παύλο Μπακογιάννη, γαμβρό του Κ. Μητσοτάκη και εκπρόσωπο τύπου της Ν.Δ. εκείνη την περίοδο.

Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989, η Ν.Δ. με 46,2% κερδίζει 148 έδρες, αλλά η αυτοδυναμία απέχει τρεις έδρες, ενώ το ΠαΣοΚ αυξάνει τη δύναμή του και συγκεντρώνει 40.7% και 128 έδρες. Μετά από πολλές παρασκηνιακές συζητήσεις και τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, συγκροτείται οικουμενική κυβέρνηση που τη στηρίζουν ΝΔ – ΠαΣοΚ και Συνασπισμός με Πρωθυπουργό τον Ξενοφών Ζολώτα.

Τελικά, ο στόχος να γίνει κυβέρνηση η Ν.Δ. επιτυγχάνεται μετά τις εκλογές της 8ης Απριλίου του 1990, αφού καταλαμβάνει την πρώτη θέση με 46.9% και 150 βουλευτές. Χρειάστηκε όμως η συνδρομή του Θόδωρου Κατσίκη της ΔΗΑΝΑ που συνεργάστηκε με τον Κ. Μητσοτάκη και γίνεται το 151ο μέλος της «γαλάζιας» Κ.Ο.

Η πτώση Μητσοτάκη

Η πτώση της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη τον Σεπτέμβριο του 1993 οφείλεται κατά πολλούς και στην προσπάθειά του να ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ. Η επιχείρηση ιδιωτικοποίησης του 35% του οργανισμού και η εκχώρηση του μάνατζμεντ σε ξένο στρατηγικό επενδυτή από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.

Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, των συνδικαλιστών, ακόμη και των «γαλάζιων», αλλά κυρίως η σφοδρή εσωκομματική κριτική υπουργών και βουλευτών αποτέλεσαν τροχοπέδη.

Η πτώση της κυβέρνησης έφερε τις πρόωρες εκλογές και ακολούθησαν «νομοτελειακά» η ήττα της ΝΔ και η επιστροφή του ΠαΣοΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία.

Η ήττα οδήγησε τον Κ. Μητσοτάκη να εισαγάγει στο πολιτικό λεξιλόγιο τον όρο «διαπλοκή» και μίλησε για «διαπλεκόμενα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα».

Από τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη βασικός στόχος ήταν η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, η οποία αποτέλεσε πεδίο έντονων συγκρούσεων. Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο του τότε Πρωθυπουργού βρήκε πολλούς πολέμιους, ακόμη και εντός της ΝΔ.

Ταυτόχρονα, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης προκαλεί κοινωνική έκρηξη. Το κλίμα είναι ιδιαίτερα βαρύ για την κυβέρνηση, η οποία από τον Νοέμβριο του 1991 χάνει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, όπως κατέγραψαν και οι δημοσκοπήσεις της εποχής.

Μια μεγάλη κρίση υπήρξε η καρατόμηση του Αντ. Σαμαρά από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών τον Απρίλιο του 1992 λόγω των θέσεών του και της στάσης του στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων.

Είχε προηγηθεί άλλη μια μεγάλη εσωκομματική αναταραχή που άφησε το αποτύπωμά της, με την παραίτηση από την κυβέρνηση τριών κορυφαίων στελεχών, του Αθ. Κανελλόπουλου, του Μιλτ. Έβερτ και του Στ. Δήμα που συγκροτούν άμεσα και μια άτυπη «τρόικα» της διευρυνόμενης εσωτερικής αντιπολίτευσης.

Οι επόμενοι μήνες ήταν επεισοδιακοί, με ένταση και στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Την 1η Δεκεμβρίου 1992 στη συνεδρίαση της ΚΟ της ΝΔ οι βουλευτές με τις παρεμβάσεις τους επιβεβαίωσαν τις ρωγμές που υπάρχουν στην ενότητα του κόμματος. Την ίδια ημέρα οι «γαλάζιοι» συνδικαλιστές πέρασαν στην αντεπίθεση, αντιδρώντας στην κυβερνητική πολιτική.

Ο Κ. Μητσοτάκης, αρκετά πιεσμένος από τα εσωκομματικά μέτωπα, αναζήτησε διέξοδο. Η λύση που πρόκρινε ήταν να προχωρήσει την επόμενη ημέρα σε σαρωτικό ανασχηματισμό. Η πολυπόθητη ηρεμία που αναζητούσε ο Κ. Μητσοτάκης δεν διήρκεσε παρά λίγα εικοσιτετράωρα.

Ένα ισχυρό «ράπισμα» δέχθηκε η κυβέρνηση στις 7 Δεκεμβρίου 1992. Ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, πρώην αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, πέρασε στην αντεπίθεση, επιμένοντας στη διαφωνία του για την κυβερνητική πολιτική στον ΟΤΕ.

Λίγους μήνες μετά είδε το φως της δημοσιότητας η υπόθεση των υποκλοπών, δηλαδή οι καταγγελίες για την παρακολούθηση των τηλεφώνων πολιτικών αντιπάλων του Κ. Μητσοτάκη. Οι επόμενοι μήνες ήταν θυελλώδεις.

Το καλοκαίρι του 1993 ήταν το πιο κρίσιμο και ταυτόχρονα δύσκολο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι αντιθέσεις εντός της ΝΔ ήταν μεγάλες. Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος του ΠαΣοΚ Α. Παπανδρέου κατήγγειλε στις 25 Ιουνίου 1993 την κυβέρνηση Μητσοτάκη για «άγριο ξεπούλημα» της εθνικής περιουσίας, μέσα από το οποίο κρύβονταν «άνομα συμφέροντα».

Παρά τις έντονες αντιδράσεις, ο κ. Μητσοτάκης επιμένει και επιζητεί ευκαιριακό συμβιβασμό με τον Μ. Εβερτ και τους «αντάρτες» βουλευτές – μερικοί εκ των οποίων συνομιλούσαν με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Αντ. Σαμαρά – με στόχο να περάσει το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ. Ο κ. Σαμαράς υπερασπιζόταν να μείνει ο ΟΤΕ στον εθνικό και όχι στον κρατικό έλεγχο και όπως ανέφερε αργότερα «η πώληση του ΟΤΕ όπως σχεδιάστηκε, ήταν εθνικά επιζήμια».

Τη στιγμή που ο τότε πρωθυπουργός εμφανιζόταν δημόσια έτοιμος για διάλογο με τον Μ. Έβερτ, σκληροί «μητσοτακικοί» έστελναν μηνύματα. Άφηναν να διαρρεύσει ότι αν δεν συμφωνούσε ο Μ. Έβερτ και οι άλλοι διαφωνούντες στο θέμα του ΟΤΕ, ο Κ. Μητσοτάκης δεν θα δίσταζε να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης. Η πίεση στη ΝΔ ήταν ιδιαίτερα έντονη, ειδικά μετά την ίδρυση στις 30 Ιουνίου 1993 από τον Αντ. Σαμαρά του κόμματος Πολιτική Άνοιξη.

Τον Αύγουστο του 1993, λίγες εβδομάδες πριν από την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ξανακτυπά ο Μ. Εβερτ. Το κορυφαίο στέλεχος της ΝΔ δήλωσε ότι δεν θα ψήφιζε την αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ αν δεν πληρούνταν οι όροι που εκείνος θεωρούσε απαραίτητους για την προστασία συμφερόντων του οργανισμού.

Ο Μ. Εβερτ δίνει ένα ηχηρό «ράπισμα» στην κυβέρνηση στις 10 Αυγούστου, όταν στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή συντάσσεται με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης και καταψηφίζει το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ.

Η κίνηση Έβερτ εξόργισε τον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος την ίδια ημέρα πληροφορήθηκε τη σκληρή επιστολή των βουλευτών της ΝΔ, των Νίκου Κλείτου και Δημήτρη Σταμάτη (οι οποίοι μετέπειτα πολιτεύτηκαν με την Πολιτική Άνοιξη) προς τον τότε πρόεδρο της Βουλής Αθανάσιο Τσαλδάρη.Οι δύο βουλευτές, που αντικαταστάθηκαν από τη σύνθεση του Β’ Θερινού Τμήματος της Βουλής, κατήγγειλαν «πρωτοφανή συμπεριφορά» και «αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις».

Ο κ. Εβερτ ήταν αποφασισμένος να μην κάνει πίσω και να καταψηφίσει το νομοσχέδιο στο Θερινό Τμήμα αν δεν γίνονταν αποδεκτοί οι όροι του, όπως, π.χ., το ΔΣ του ΟΤΕ (που ελέγχονταν τότε από το Κράτος) να είναι υπεύθυνο για την τιμολογιακή πολιτική κ.ά.

Υπό το βάρος των αντιδράσεων και άλλων στελεχών της ΝΔ όπως, ο Σταύρος Δήμας, ο Σ. Μάνος επέλεξε το δρόμο του «προγραμματισμένου συμβιβασμού» όπως χαρακτηρίστηκε τότε, για να πείσει τους «αντάρτες» της ΝΔ να ψηφίσουν το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ.

Με το νέο σχέδιο ο «στρατηγικός επενδυτής» θα αποκτούσε κατ’ αρχάς το 25% των μετοχών και στη συνέχεια θα εισέπραττε το 10% του μετοχικού κεφαλαίου με προσφυγή στην κεφαλαιαγορά, το οποίο και θα χρησιμοποιούσε για την ενίσχυση των οικονομικών του οργανισμού.

Η λύση του Στ. Μάνου προήλθε μετά και την κρίσιμη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 6 Αυγούστου και ενώ είχε κάνει δεκτούς τους όρους που έθεσαν οι Γιώργος Σουφλιάς (σχετικά με τις προμήθειες) και Βαρβιτσιώτης (για τη διασφάλιση του απορρήτου των στρατιωτικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων).

Η επιστροφή στην Αθήνα του κ. Μητσοτάκη από τις θερινές διακοπές, λόγω του Δεκαπενταύγουστου, αναζωπυρώνει τα σενάρια περί «πολιτικής αναταραχής».Οι σύμβουλοι του τότε πρωθυπουργού μιλούσαν ανοικτά για σχέδιο άμεσης ανατροπής της κυβέρνησης, προκειμένου να εξυπηρετηθούν δήθεν επιδιώξεις και στόχοι των μεγάλων συμφερόντων.

Εκείνη την περίοδο οι επιθέσεις στελεχών της ΝΔ εναντίον του κ. Σαμαρά ήταν καθημερινό φαινόμενο. Μάλιστα ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Βασίλης Μαγγίνας, παρ’ ότι δεν κατονόμασε τα περίφημα «συμφέροντα», μίλησε ανοικτά για σχέδιο ανατροπής.

Δυο προσκείμενοι στον Α. Σαμαρά βουλευτές της Ν.Δ. ανεξαρτητοποιούνται και η Ν.Δ. μένει με 150 βουλευτές και ο Κ. Μητσοτάκης ζητεί πρόωρες εκλογές για τις 10 Οκτωβρίου.

Με την προεκλογική του συνέντευξη στο «Βήμα της Κυριακής» την 26η Σεπτεμβρίου 1993 με τον τίτλο «Εγώ, τα λάθη μου και τα σωστά μου» ο κ. Μητσοτάκης υπερασπίστηκε την πολιτική του στο θέμα του ΟΤΕ.

Ήταν, όμως, ήδη αργά. Οι ημέρες της ΝΔ στην εξουσία τελείωναν και έμειναν οι καταγγελίες του για τα περίφημα «συμφέροντα» που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησής του.

Στις πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 η Ν.Δ. λαμβάνει ποσοστό 39.3%, εκλέγοντας 111 βουλευτές και περνά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ ο Ανδρ. Παπανδρέου επανέρχεται στην εξουσία.

Η ήττα δεν αφήνει περιθώρια δεύτερης σκέψης στον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη της ήττας και δρομολογεί τις διαδικασίες για την εκλογή νέου αρχηγού στην ηγεσία της Ν.Δ.

Η άνοδος Έβερτ στην εξουσία

Στις 3 Νοεμβρίου 1993, ο Μ. Έβερτ εκλέγεται νέος πρόεδρος της Ν.Δ., λαμβάνοντας 141 ψήφους σε σύνολο 182 εκλεκτόρων και ο αντίπαλός του Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έλαβε 37 ψήφους, ενώ 4 εκλέκτορες δεν ψήφισαν κανέναν υποψήφιο.

Mετά την εκλογή του επισκέπτεται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας και θέλοντας να τονίσει το καραμανλικό προφίλ του, υπερασπίζεται σταθερά τον κοινωνικό και ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, που αποτελούσε την ιδεολογική παρακαταθήκη του ιδρυτή της Ν.Δ.

Σταθερός υπέρμαχος του Καραμανλή και της πολιτικής του παρακαταθήκης, ο Έβερτ αποτελούσε μαζί με τους Αθ. Κανελλόπουλο και τον Στ. Δήμα, την ισχυρή τριανδρία της Ν.Δ.που ήταν σε τελείως διαφορετική ιδεολογική κατεύθυνση από τον Κ. Μητσοτάκη, ενώ ήταν πολύ στενός φίλος του Αθανάσιου Τσαλδάρη.

Επί προεδρίας του κυριάρχησε το σύνθημα «Ειρηνική Επανάσταση» και κατηγορήθηκε για «σκληρός δεξιός». Παρά την προσπάθειά του δεν κατάφερε να κερδίσει το 1996 τον Κώστα Σημίτη.

Είχαν προηγηθεί οι ήττες του από τον Παπανδρέου, τόσο στις ευρωεκλογές του 1994 (32.66%), όπως και στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του ίδιου χρόνου, όπου η Ν.Δ. απέτυχε να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Στο 3ο συνέδριο του κόμματος που έγινε πριν από τις εκλογές στη Χαλκιδική, συζητήθηκε το νέο πλαίσιο κυβερνητικού προγράμματος της Ν.Δ., ενώ επιβεβαιώθηκαν οι ιδεολογικές αρχές της ΝΔ και στρατηγική επιδίωξη του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού αναδείχθηκε η «Ειρηνική Επανάσταση με αξιοπιστία».

Η ήττα του 1996 θεωρήθηκε αναμενόμενη, καθώς, σύμφωνα με στενούς του συνεργάτες από εκείνη την περίοδο, από τη μια πλευρά υπήρχε η συγγενής «Πολιτική Άνοιξη» του Αντ. Σαμαρά που διεκδικούσε ζωτικό χώρο από τη Ν.Δ.και στο εσωκομματικό σκηνικό μαινόταν η διαμάχη Έβερτ – Μητσοτάκη.

Ο Μ. Έβερτ, παραιτείται από την ηγεσία και δηλώνει πως δεν θα διεκδικήσει την προεδρία του κόμματος, απόφαση που αργότερα ανακαλεί και θέτει εκ νέου υποψηφιότητα.

Στις 4 Οκτωβρίου 1996 επικρατεί στην Κ.Ο. αρχικά του Γ. Σουφλιά με ψήφους 103 έναντι 84, αλλά λόγω της εσωκομματικής κρίσης που έχει ξεσπάσει, υποχρεούται να συγκαλέσει έκτακτο συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1997.

Στο παρασκήνιο αρχίζει και κινείται έντονα ο κ. Βαρβιτσιώτης που επεξεργάζεται την υποψηφιότητα του Κώστα Καραμανλή – νεαρού τότε βουλευτή – ως «τρίτη λύση» στο δίπολο Έβερτ – Μητσοτάκη. Με την ιδέα του συμφωνεί ένας άλλος από τους «βαρόνους» της Ν.Δ, ο Ιωάννης Κεφαλογιάννης και μαζί οι δυο τους αναλαμβάνουν να την προωθήσουν στο κόμμα.

Η εποχή Καραμανλή προετοιμαζόταν αργά, αλλά σταθερά…

Η ώρα του Κώστα Καραμανλή

Στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1996 η Ν.Δ. κινούνταν σε ρυθμούς έντονης εσωστρέφειας. Η ήττα του Μιλτιάδη Έβερτ από τον Κώστα Σημίτη και η επικράτηση του ΠαΣοΚ έναντι της Ν.Δ. ενδυνάμωσε τις φωνές έναντι της ηγεσίας. Τότε άρχισε σιγά – σιγά να κυοφορείται η λύση Καραμανλή, αλλά κανείς δεν έκανε δημόσιες κινήσεις. Εξάλλου οι δυο βασικοί διεκδικητές της εξουσίας ήταν ο Μ. Έβερτ και ο Γιώργος Σουφλιάς, τον οποίο στήριζαν με θέρμη η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Στέφανος Μάνος.

Δειλά – δειλά άρχισε να «παίζει» και σε ορισμένα ΜΜΕ το όνομα του βουλευτή Α΄ Θεσσαλονίκης και ανιψιού του ιδρυτή της Ν.Δ. Κωνσταντίνου Καραμανλή. «Ήρθε η ώρα ενός άλλου Καραμανλή;» ρωτούσαν οι μη μυημένοι.

Στην οδό Πλουτάρχου, όπου και το γραφείο τότε του Κώστα Καραμανλή άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι βουλευτές που άκουγαν από τον ίδιο να τους λέει: «Δεν έφθασε η ώρα».

Το πρώτο σήμα όμως δόθηκε όταν ο Κ. Καραμανλής, μετά την επανεκλογή του Μ. Έβερτ στις 3 Οκτωβρίου 1996, είπε ότι «η εκλογή Εβερτ είναι μια προσωρινή λύση».Η αντίδραση του Μ. Έβερτ ήταν άμεση και σε συνάντησή τους ο Κ. Καραμανλής τον διαβεβαίωσε ότι δεν έχει αρχηγικές βλέψεις.

Στο προσυνέδριο της Ν.Δ.στη Θεσσαλονίκη ακούγεται για πρώτη φορά με ένταση το σύνθημα: «Ήρθε η ώρα του Καραμανλή».Και όμως η ώρα έφθανε για τους «καραμανλικούς» που οργανώνονταν αργά, αλλά μεθοδικά και με πολύ δουλειά παρασκηνιακή. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής διαβεβαίωνε ότι δεν συμβαίνει τίποτα και είναι αυθόρμητες αντιδράσεις, εξήγηση που φαίνεται ότι πίστευε ο Μ. Έβερτ.

Στο παρασκήνιο όμως η προεργασία συνεχιζόταν με ένταση με κεντρικό ρόλο να έχει ο Αχιλλέας Καραμανλής που είχε στήριγμα τον Λευτέρη Ζαγορίτη. Οι «καραμανλικοί» είχαν κυριολεκτικά…«υπνωτίσει» τα άλλα στρατόπεδα, Μ. Έβερτ και Γ. Σουφλιά, ενώ ακόμα και ο πολύπειρος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ήσυχος. Και πώς να μην είναι, όταν ο Γ. Σουφλιάς πήγε στον Αχ. Καραμανλή που τον διαβεβαίωσε πως «δεν υπάρχει θέμα υποψηφιότητας του Κώστα».

Η λύση Καραμανλή προετοιμαζόταν και κομβικό ρόλο διαδραμάτισαν οι αποκαλούμενοι «λοχαγοί» της ΝΔ, δηλ. οι Μανώλης Κεφαλογιάννης, Γιώργος Αλογοσκούφης, Ευγένιος Χαϊτίδης, Σάββας Τσιτουρίδης, Βασίλης Κορκολόπουλος, Θανάσης Νάκος, Θανάσης Δαβάκης, Γιώργος Καλός, Τάσος Καραμάριος, Νίκος Νικολόπουλος και Σπήλιος Σπηλιωτόπουλος.

Το δημόσιο σύνθημα υπέρ της επιλογής Καραμανλή έδωσε ο Γιάννης Κεφαλογιάννης. Οι «λοχαγοί», στους οποίους προστέθηκαν και οι Γιώργος Ορφανός και Παναγιώτης Ψωμιάδης, αναλαμβάνουν δράση και επιλέγονται οι Θ. Νάκος και Σ. Τσιτουρίδης να πάνε στο σπίτι του Γ. Βαρβιτσιώτη στη Φιλοθέη για να συζητήσουν την τρίτη λύση, εκτός των Έβερτ και Σουφλιά.

Μετά από αρκετές συναντήσεις και επαφές, τα μεσάνυχτα της 19ης Φεβρουαρίου 1997 πηγαίνουν στο σπίτι Βαρβιτσιώτη, οι εξής βουλευτές: Γ. Αλογοσκούφης, Αθ. Βαρίνος, Χ. Βυζοβίτης, Αθ. Δαβάκης, Γ. Καλός, Γ.Καρασμάνης, Αν. Καραμάριος, Κ. Καραμηνάς, Β. Κορκολόπουλος, Θ.Λεονταρίδης, Λ. Λυμπερακίδης, Π. Μελάς, Αθ. Νάκος, Ν. Νικολόπουλος, Γ.Ορφανός, Ελ. Παπαγεωργόπουλος, Στ. Παπαδόπουλος, Χαρ. Παπαθανασίου, Β.Πάππας, Ευ. Πολύζος, Θ. Σκρέκας, Σπ. Σπύρου, Απ. Σταύρου, Ν. Τσιαρτσώνης, Σ.Τσιτουρίδης, Αντ. Φούσσας, Αθ. Χειμάρας, Π. Ψωμιάδης.

Λίγο μετά τις δυο το πρωί το ιστορικό στέλεχος της Ν.Δ. Γ. Βαρβιτσιώτης, έχοντας στο πλευρό του όλους τους βουλευτές που τον επισκέφθηκαν δίνει τον τόνο: «Με τα σημερινά δεδομένα πιστεύουμε ότι ήρθε η ώρα της εκλογής ηγεσίας του κόμματος από τη νέα γενιά της παρατάξεώς μας». Ήταν το σήμα για τον Κ. Καραμανλή.

Η κίνηση αυτή άλλαξε και τους συσχετισμούς δυνάμεων και επαναπροσδιόρισε συμμαχίες και δεδομένα στο συνέδριο του Μαρτίου του 1997.

Στον πρώτο γύρο του συνεδρίου ο Μ. Έβερτ υπέστη ψυχρολουσία, καθώς ανέμενε την πρωτιά. Από τους 1.200 σίγουρους συνέδρους που υπολόγιζε ο «στρατηγός» του Νίκος Μπάλιος τελικά συγκέντρωσε 876 ψήφους.

Την ίδια στιγμή κατήφεια επικρατούσε στο στρατόπεδο του Γιώργου Σουφλιά που συγκέντρωσε το 30.52% των ψήφων, έναντι 25% του Μ. Εβερτ. Ο Κ. Καραμανλής κατάφερε να πρωτεύσει με 40.73% και η ψυχολογία ήταν με το μέρος του, όπως και οι σύνεδροι.

Ο μόνος ψύχραιμος ήταν ο τέταρτος υποψήφιος Βύρων Πολύδωρας που είπε την περίφημη φράση: «Ζήτησα την ψυχή σας και όχι την ψήφο σας, αλλά εσείς το πήρατε τις μετρητοίς: μου δώσατε την ψυχή σας και δεν μου δώσατε την ψήφο σας».

Το ρεύμα ήταν με τον Κ. Καραμανλή που εξελέγη στο δεύτερο γύρο με 70% από διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα, έχοντας απέναντί του τον Γ. Σουφλιά.

«Αρχικά πηγαίναμε για εκλογή μεταξύ Εβερτ και Σουφλιά. Είπα τότε στον Εβερτ, σε μια σύσκεψη που έγινε στο γραφείο του, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάμε σε «τρίτη λύση» για να ξεπεράσουμε τις έριδες του παρελθόντος.Την ιδέα αυτή την υποστήριξε και ο Γ. Κεφαλογιάννης ή την είπε ο Γ. Κεφαλογιάννης και την υποστήριξα εγώ, δεν θυμάμαι πια. Οι δυο μας πάντως σηκώσαμε μέσα στη σύσκεψη την σημαία της «τρίτης λύσης», αυτή της υποψηφιότητας του Κ. Καραμανλή. Πραγματοποίησα μάλιστα στο σπίτι μου συγκέντρωση (σ.σ. ζύμωση), όπου προσήλθαν 32 βουλευτές, για τη στήριξη της υποψηφιότητας Καραμανλή. Δεν είχα αμφιβολία για την εκλογή του. Ο θείος του είχε μεγάλη ανησυχία. Με ρωτούσε αν ήμουν σίγουρος γι’ αυτό που πήγαινα να κάνω, αν ήμουν σίγουρος ότι θα εκλεγεί» έχει διηγηθεί ο Γ. Βαρβιτσιώτης.

Η άνοδος τους Κ. Καραμανλή στην ηγεσία της Ν.Δ. αλλάζει το κλίμα στην κομματική και κοινωνική βάση και κεντρική θέση στο σχεδιασμό του νέου αρχηγού έχει το 4ο Συνέδριο Αρχών και Θέσεων της Νέας Δημοκρατίας. Σταδιακά αρχίζει να κερδίζει έδαφος, ενώ για να ενισχύσει το αρχηγικό του προφίλ αναγκάστηκε να διαγράψει και επώνυμα και πρωτοκλασσάτα στελέχη της Ν.Δ.

Αν και με όνομα «βαρύ σαν ιστορία», πέρασε καιρός μέχρι να γίνει αποδεκτός από το κόμμα του και να συγχρονίσει τον βηματισμό του με τις ανάγκες του κόμματός του και της θέσης του ως αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Σταδιακά όμως το ΠαΣοΚ έχανε δυνάμεις και στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης το φθινόπωρο του 1998, η ΝΔ με πρωταγωνιστή τον πρώην υπουργό Θόδωρο Αναγνωστόπουλο (υπεύθυνο για την αυτοδιοίκηση) στήνει γέφυρες με το ΚΚΕ και καταφέρνει να εκλέξει στο δεύτερο γύρο 27 Νομάρχες και κερδίζει τους Δήμους Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιάς, αλλά και αρκετούς δήμους – πρωτεύουσες νομών.

Σιγά – σιγά και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Κ. Σημίτης θα χάσει τις εκλογές, αλλά το ΠαΣοΚ δεν είχε πει την τελευταία του λέξη.

Ο Κ. Καραμανλής κάνει έντονο προεκλογικό αγώνα και προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τους αργούς ρυθμούς εφαρμογής του λεγόμενου εκσυγχρονισμού που είχε υποσχεθεί ο Κ. Σημίτης, τις καταγγελίες για το «σκάνδαλο» του Χρηματιστηρίου, κ.α.

Στις βουλευτικές εκλογές της 9ης Μαρτίου του 2000 η Ν.Δ. ανεβάζει το ποσοστό της στο 42,7%, αλλά το ΠαΣοΚ παραμένει πρώτο κόμμα με διαφορά μόλις 73.000 ψήφων ή 1.05%. Λόγω του εκλογικού συστήματος το ΠαΣοΚ κερδίζει την πλειοψηφία με 158 βουλευτές και ακολουθεί η Ν.Δ.με 125, το ΚΚΕ με 11 και ο ΣΥΝ με 6, ενώ ΔΗΚΚΙ και Πολιτική Άνοιξη μένουν εκτός Κοινοβουλίου.

Το υψηλό ποσοστό που έλαβε η Ν.Δ.δεν δίνει το δικαίωμα σε βουλευτές να αμφισβητηθεί ο Κ. Καραμανλής. Ο Γιώργος Καρατζαφέρης επιλέγει όμως, αντί να κτυπήσει τον πρόεδρο της Ν.Δ.να στοχεύσει στον στενό του συνεργάτη, Άρη Σπηλιωτόπουλο και βλέπει την πόρτα της εξόδου από το κόμμα για να ιδρύσει αργότερα το ΛΑΟΣ.

Ο Κ. Καραμανλής συγκαλεί έκτακτο συνέδριο στις αρχές Ιουνίου του 2000 με στόχο την επιβεβαίωση της ιδεολογίας, την ανάδειξη της φυσιογνωμίας και την ανανέωση της οργανωτικής και λειτουργικής δομής του κόμματος.

Το επόμενο μεγάλο κομματικό βήμα ήταν στο 5ο Συνέδριο της Ν.Δ., τον Μάρτιο του 2001, τέσσερα χρόνια μετά την εκλογή του στην ηγεσία. Εκεί, στο τακτικό συνέδριο του κόμματος συζητούνται ζητήματα αρχών και θέσεων και ο Κ. Καραμανλής προχωρά σε οργανωτικές αλλαγές στο κόμμα.

Η στιγμή που ξεχωρίζει είναι η περίφημη φράση του Κ. Καραμανλή: «Γιώργο καλωσόρισες σπίτι σου».Ο Γιώργος Σουφλιάς, ο ηττημένος του 1997 επιστρέφει στη Ν.Δ. μετά από πρόσκληση του Κ. Καραμανλή και αναλαμβάνει γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού και Προγράμματος και είναι ο άνθρωπος που οικοδομεί το κυβερνητικό σχέδιο του κόμματος, ενώ γίνεται πολύτιμος συνεργάτης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αργά, αλλά σταθερά, η Ν.Δ. ανεβάζει στροφές και στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης το 2002, έχοντας προσδώσει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα σε αυτή την αναμέτρηση, κερδίζει 30 Νομαρχίες, τους περισσότερους δήμους της χώρας και μεταξύ αυτών την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά. Στην υπερνομαρχία της Αθήνας όμως κάνει μεγάλη ζημιά στη Ν.Δ.ο Γ. Καρατζαφέρης με το 14% λόγω και της επιλογής του Γιάννη Τζανετάκου.

Η ώρα του Κ. Καραμανλή έφθανε. Το είχαν προεξοφλήσει σχεδόν όλοι, μετά από μια δεκαετή κυριαρχία του ΠαΣοΚ, το οποίο άλλαξε αρχηγό στις αρχές του 2004, μόλις δυο μήνες πριν από τις εκλογές. Ο Κώστας Σημίτης έδωσε το…δακτυλίδι στον Γιώργο Παπανδρέου, αν και κράτησε την Πρωθυπουργία μέχρι την ημέρα των εκλογών.

Ο Γ. Παπανδρέου θέλησε να αλλάξει το κλίμα ηττοπάθειας που επικρατούσε στο ΠαΣοΚ. Στην εκλογή του ως αρχηγού από τη βάση, ανακοινώθηκε ότι ψήφισαν 1 εκατ. ψηφοφόροι, μέλη και φίλοι. Άντεξε όμως, καθώς η νίκη της Ν.Δ. ήταν μόλις με πέντε μονάδες διαφορά (ΝΔ –45.36% έναντι ΠαΣοΚ 40.55%).

Ακολουθεί σαρωτική νίκη της Ν.Δ. έναντι του ΠαΣοΚ, αλλά στις ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 2004. Η Ν.Δ. αναδεικνύεται πρώτο κόμμα με ποσοστό 43,01 εκλέγοντας 11 ευρωβουλευτές έναντι ποσοστού 34,03% και 8 ευρωβουλευτών του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Λίγο αργότερα, γίνεται το 6ο Συνέδριο της Ν.Δ. μέσα σε κλίμα ευφορίας. Στο συνέδριο αυτό τιμώνται τα 30 χρόνια της Μεταπολίτευσης, μαζί με τα 30οστά γενέθλια της Νέας Δημοκρατίας. Με την ενεργό συμμετοχή 4.500 συνέδρων στο κορυφαίο συλλογικό όργανο του κόμματός, ο Κ.Καραμανλής παρουσιάζει το ιδεολογικό «μανιφέστο» του κόμματος, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι η Ν.Δ. είναι η παράταξη του μεσαίου χώρου. «Όλοι μαζί εκφράζουμε τη σύγχρονη αντίληψη του κοινωνικού κέντρου. Μια αντίληψη που δεν έχει σχέση με ξεπερασμένους όρους των τελευταίων δεκαετιών…», σημειώνει.

«…Είμαστε και παραμένουμε ένα μεγάλο φιλελεύθερο κόμμα…» τονίζει η Ντ. Μπακογιάννη, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς στην πρώτη εμφάνισή του σε συνέδριο, μετά την επιστροφή του στο κόμμα, γίνεται δεκτός με θερμό χειροκρότημα. «Σας ευχαριστώ για τη μεγάλη αγκαλιά αγάπης. Ξαναβρίσκομαι δίπλα σας, κοντά σας. Φαίνεται τελικά ότι οι μνήμες καταγωγής δεν είναι μια δεύτερη ζωή, είναι η ίδια η ζωή μας» λέει.

Η διακυβέρνηση του Κ. Καραμανλή περνάει δια πυρός και σιδήρου. Ο μεγαλύτερος βίος της κυβέρνησής του πέρασε μέσα σε εντάσεις έως το 2009 που έχασε από τον Γιώργο Παπανδρέου, ενώ προηγήθηκε μια…ασύμμετρη νίκη με στρατηγό τον…άνεμο το 2007, μετά τις μεγάλες πυρκαγιές.

Είχε προηγηθεί στα μέσα του καλοκαιριού το 7ο τακτικό συνέδριο της Ν.Δ. όπου είχε προεκλογικό άρωμα. Στόχος μεταξύ άλλων ήταν η συσπείρωση της δυσαρεστημένης, από το κυβερνητικό έργο, βάσης. «Ναι, υπάρχουν ακόμη παθογένειες. Υπάρχουν ακόμη προβλήματα. Με αυτά παλεύουμε. Ένα ένα τα ξεπερνούμε…» τόνισε τότε ο πρωθυπουργός και έδωσε νέες υποσχέσεις για παροχές.

Η επανεκλογή του Κ. Καραμανλή ήταν για πολλούς ο θρίαμβος της επικοινωνιακής πολιτικής. Οι εκλογές έγιναν στη σκιά των διαφόρων σκανδάλων για τα οποία κατηγορούσε τη ΝΔ η αντιπολίτευση και κυρίως το ΠαΣοΚ, ενώ ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν η περίοδος με τις μεγαλύτερες και καταστροφικότερες και με τα περισσότερα θύματα (πάνω από 70 νεκροί μόνο στην Πελοπόννησο), πυρκαγιές.

Η Ν.Δ. άντεξε και το εύρος της διαφοράς της εξέπληξε: σχεδόν τέσσερις μονάδες. Η Ν.Δ. πρώτευσε με 41.83% (152 έδρες) και το ΠαΣοΚ στη δεύτερη θέση με 38.10%, το ΚΚΕ (υπό την Αλέκα Παπαρήγα) με 8.15%, ο ΣΥΡΙΖΑ (με Αλέκο Αλαβάνο που λίγο μετά παρέδωσε στον Αλέξη Τσίπρα) με 5.04% και ο ΛΑΟΣ (υπό τον Γιώργο Καρατζαφέρη) με 3.8%.

Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε αρχίσει…Ο Κ. Καραμανλής άντεξε μόλις δυο χρόνια μετά τη δεύτερη εκλογική του νίκη. Στις Ευρωεκλογές 2009 η Ν.Δ. λαμβάνει ποσοστό 32,29% και εκλέγει οκτώ ευρωβουλευτές.

Ο Κ.Καραμανλής, υπό το βάρος και των στοιχείων για την ελληνική οικονομία αποφασίζει να προσφύγει στις εκλογές το φθινόπωρο του 2009. Λαμβάνει 33,48% και εκλέγει 91 βουλευτές.

Το ΠαΣοΚ καρπώνεται τη μεγάλη δυσαρέσκεια της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα, τη στασιμότητα, καθώς και την έλλειψη ουσιαστικού απολογισμού σε κρίσιμους τομείς της καθημερινότητας του πολίτη. Επιβαρυντικό ρόλο για τη ΝΔ έπαιξε και ο απόλυτος τρόπος τον οποίο υιοθέτησε προεκλογικά ο Κ. Καραμανλής για να θέσει τα διλήμματα της οικονομικής πολιτικής.

Το «πάγωμα» των μισθών οδήγησε στους χειρότερους συνειρμούς και σκέψεις τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Γι΄ αυτό και η ήττα της ΝΔ ήταν πολύ μεγαλύτερη στις γεωγραφικές περιοχές στις οποίες κυριαρχούν αυτές οι κοινωνικές ομάδες (όπως η δυτική ζώνη της Αθήνας και του Πειραιά και αλλού).

Η ήττα της ΝΔ, τον οδηγεί σε παραίτηση από την αρχηγία μετά από περίπου 13 χρόνια. Η κούρσα της διαδοχής μόλις ξεκινούσε με κύριους παίκτες τον Αντώνη Σαμαρά που εξελέγη πρόεδρος στα τέλη Νοεμβρίου και την Ντόρα Μπακογιάννη. Ήταν 4 Οκτωβρίου 2009. Από τότε ελάχιστες παρεμβάσεις έκανε: τυπικές δηλώσεις παραμονές των εκλογών πάντα υπέρ της ΝΔ, μια ουσιώδη υπέρ του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015 και την ηχηρή παρέμβασή του για τις υποκλοπές με σαφείς αιχμές για το Μέγαρο Μαξίμου πριν μήνες από τα Ανώγεια της Κρήτης.

Χθες, 21 Φεβρουαρίου 2023, μετά από περίπου 13 χρόνια και πέντε μήνες ανακοινώνει την αποχώρησή του, όχι από την πολιτική, αλλά από το Κοινοβούλιο. Ένας κύκλος κλείνει.

ΤΟ ΒΗΜΑ