Η οικονομική κρίση, με την κατάρρευση της τουρκικής λίρας, μπορεί να οδηγήσει σε ένα κλίμα πολιτικής αστάθειας στην Τουρκία και σε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις;

Είναι αλήθεια ότι η Τουρκία μπαίνει σε ζώνη πολιτικών αναταράξεων. Ο κυβερνητικός συνασπισμός όλο και αποδυναμώνεται, ενώ η αντιπολίτευση, τουλάχιστον δημοσκοπικά, ισχυροποιείται. Ταυτόχρονα, η εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας στο πρόσωπο του προέδρου της, κλονίζεται. Ολα δείχνουν ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εισέρχεται στην τελική φάση της πορείας του ως ηγέτη της Τουρκίας. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι από εκείνους που εύκολα παραδίδουν τα όπλα και είναι αφελές να πιστεύουν κάποιοι ότι θα κλείσει εύκολα η εποχή του.

Τι συνεπάγεται για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μια τέτοια εξέλιξη; Θα μπορούσε η πολιτική αστάθεια να ξαναφέρει στο προσκήνιο τις απειλές για θερμό επεισόδιο;    

Η κρίση της τουρκικής οικονομίας δεν είναι μια εξέλιξη που πρέπει να μας χαροποιεί. Η αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης Ερντογάν μπορεί να σημάνει την αφετηρία ενός νέου κύκλου τεταμένων σχέσεων της Τουρκίας με τους γείτονές της, και ιδιαίτερα με την Ελλάδα. Παρ' όλα αυτά, δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει σε αυτήν τη συγκυρία απειλή. Χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι σε φάση έντασης δεν θα μπορούσε να πυροδοτηθεί, τυχαία ή σκόπιμα, κρίση. Υπάρχει ανησυχία και προβληματισμός. Ωστόσο, εκτιμώ ότι η σύγκρουση με την Ελλάδα δεν ήταν και δεν είναι στη στρατηγική του Ερντογάν, αλλά κανείς δεν εγγυάται ότι δεν θα είναι στην ατζέντα των διαδόχων του. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι δεν υπάρχουν στους πάγιους σχεδιασμούς του «βαθέος κράτους» της Τουρκίας, το οποίο, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, ξεπερνάει την ηγεσία της χώρας. Ωστόσο, μια σύγκρουση με την Ελλάδα θα είναι γενικότερα ζημιογόνος αλλά περισσότερο θα ζημιώσει την ίδια την Τουρκία. Για όλα αυτά τα ενδεχόμενα, η Ελλάδα έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα προστασίας της, ενισχύοντας συγχρόνως το αμυντικό της σύστημα.

Ο διάλογος Αθήνας - Αγκυρας μπορεί να έχει προοπτικές μέσα σε αυτό το σκηνικό;  

Τα κανάλια διαλόγου με την Τουρκία είναι χρήσιμο να παραμείνουν ανοιχτά. Και πολύ ορθά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στέλνει συγχρόνως μηνύματα αποφασιστικότητας διαμηνύοντας παράλληλα, ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να συζητάμε. Ο διάλογος και η απευθείας συνεννόηση, στη βάση κοινών επιλογών για σταθερότητα, ειρήνη και συνεργασία μεταξύ μας, είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να φέρει αποτελέσματα, με άξονα πάντα το διεθνές δίκαιο. Αυτό ωστόσο που οφείλουμε να τονίσουμε είναι, πως κάποτε με αμοιβαία πολιτική τόλμη να δώσουμε τέλος σε αυτήν τη διαχρονική διένεξη. Γι' αυτό είναι σημαντικό και χρήσιμο να καθίσουμε στο τραπέζι του διαλόγου. Τα τελευταία χρόνια οι αναφορές μας εστιάζονται στον Ερντογάν και όχι στην Τουρκία, ως βαθύ σύστημα με πάγια στρατηγική. Τα πολιτικά πρόσωπα και οι κυβερνήσεις έρχονται και απέρχονται. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι η ίδια η Τουρκία ως σύστημα και να κάνουμε βαθύτερες και ευρύτερες γεωπολιτικές αναλύσεις. Και σε αυτήν τη σχέση, όσο και στην ευρύτερη περιοχή η Ελλάδα έχει το δικό της βάρος ως γεωπολιτικός παράγοντας σταθερότητας.

Ο Ερντογάν που γνωρίζετε από την εποχή που ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης παραμένει στον ίδιο δρόμο μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες στο τιμόνι της Τουρκίας; Είναι εν τέλει απρόβλεπτος μέσα σε ένα καθεστωτικό πλαίσιο;

Πράγματι, ο Ερντογάν του σήμερα δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που γνώρισα είκοσι πέντε χρόνια πριν. Σταθερός ως χαρακτήρας, αλλά πολιτικά έχει αλλάξει. Ολοι αλλάζουμε. Τότε, κεντρικός του στόχος ήταν ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της. Σήμερα ο Ερντογάν έχει εξελιχθεί σε έναν πολιτικό ηγέτη, πολλές φορές απρόβλεπτο, που αντιδρά συναισθηματικά και αρθρώνει ακόμα και εθνικιστικό λόγο, προβαίνοντας σε παραχωρήσεις απέναντι στον ακροδεξιό κυβερνητικό του εταίρο. Αυτή η εξέλιξη, αποδυνάμωσε τον ισχυρό ηγετικό ρόλο που είχε πριν. Και επειδή, όπως είπα πρωτύτερα, διανύει την τελευταία φάση της μακρόχρονης θητείας του ως ηγέτη της Τουρκίας, είναι η ώρα που καλείται να διαχειρισθεί αυτό το τέλος, με σύνεση. Εχει κάνει πολλά και σημαντικά για την πατρίδα του και θα είναι άδικο γι' αυτόν και την υστεροφημία του να τον θυμούνται για ένα άδοξο τέλος, το οποίο πάντοτε καιροφυλαχτεί σε κάθε ηγετική πορεία.

Ο δικός σας σχεδιασμός ποιος είναι αυτή την περίοδο;  

Είμαι πλέον στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, διατηρώ στενή σχέση με διεθνείς οργανισμούς και πολιτικές ηγεσίες σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μας. Παρακολουθώ από κοντά τις εξελίξεις στη χώρα μου και στην περιοχή, δηλώνοντας την παρουσία μου και κρατώντας ζωντανή τη σχέση με την κοινωνία και την παράταξή μου.

Οι κάλπες του Κινήματος Αλλαγής τι σήματα εκπέμπουν;  

Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη σηματοδοτεί την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στο επίκεντρο των πολιτικών πραγμάτων. Εύχομαι η εκλογή του νέου προέδρου να σημάνει την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην πρώτη γραμμή της κοινής προσπάθειας για πιο ισόρροπη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, αναβάθμιση του δημοκρατικού πολιτισμού και εμπέδωση της αξίας της εθνικής συνεννόησης. Το ΠΑΣΟΚ ήταν και είναι πολιτικός μας αντίπαλος, όχι εχθρός, αντίθετα δημοκρατικός συνομιλητής μας.

Αυτή η προσέγγιση εντάσσεται στον διάλογο της εποχής για επανοριοθέτηση της Δεξιάς και της Αριστεράς;

Οι όροι αυτοί ιδεολογικά και πρακτικά αδυνάτησαν και δεν απαντούν σε αυτό που ζητούν οι πολίτες. Σήμερα η αντιπαράθεση υπάρχει ανάμεσα στους προοδευτικούς δημοκράτες και στους λαϊκιστές και καθ' όλη τη διάρκεια της πολιτικής μου πορείας, ήμουν και παραμένω πολέμιος του λαϊκισμού των δύο άκρων. Αντίθετα, είμαι υπέρμαχος της συναίνεσης, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για μια πιο υγιή και λειτουργική δημοκρατία.

Ποια είναι η εκτίμησή σας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας; Τι μηνύματα λαμβάνετε από τις Βρυξέλλες;

Πρόσφατα συναντήθηκα στις Βρυξέλλες με πολλούς ευρωπαίους επιτρόπους και με τον Γιούνκερ. Κοινή πεποίθηση όλων είναι πως η ελληνική οικονομία ανακάμπτει καλύτερα και πιο δυναμικά από άλλες ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν είναι τυχαίο το ενδιαφέρον που εκδήλωσαν διεθνείς επενδυτές για την Ελλάδα και μάλιστα στην καρδιά ενός περιβάλλοντος αστάθειας και αβεβαιότητας, που προκάλεσε η υγειονομική κρίση. Ούτε βέβαια τα εύσημα που κατά καιρούς μας έχουν δώσει οι διεθνείς οργανισμοί και οίκοι αξιολόγησης για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η οικονομική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ανεβάζει τον δείκτη θετικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, θέτει την Ελλάδα σε δυναμική κίνηση και προαναγγέλλει ένα καλύτερο μέλλον, αναπτυξιακό και δημοσιονομικό.