Η μετατροπή της οικονομικής πολιτικής από ισχυρό χαρτί σε αχίλλειο πτέρνα της τουρκικής κυβερνήσεως συνδέεται με αυτήν την τάση. Η απομάκρυνση της οικονομικής πολιτικής από τις διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές συνέπεσε με την προώθηση σε επιτελικές θέσεις στελεχών που διακρίνονταν όχι για τα προσόντα τους αλλά για την ευπείθεια ή/και τους προσωπικούς τους δεσμούς με το περιβάλλον του τούρκου προέδρου. Ετσι η απομάκρυνση του προηγουμένου διοικητή της κεντρικής τράπεζας Μουράτ Τσετίνκαγια είχε συνδεθεί με την απροθυμία του να πειθαρχήσει στις οδηγίες νομισματικής πολιτικής του προεδρικού μεγάρου. Υπό αυτές τις συνθήκες καλλιεργήθηκε η εμμονή της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων και συνοδεύθηκε από τη διατύπωση μιας εκτός πραγματικότητος οικονομικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία τα υψηλά επιτόκια αναζωπυρώνουν και δεν πατάσσουν τον πληθωρισμό.

Η κατάρρευση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας τις τελευταίες εβδομάδες έθεσε τον δάκτυλον υπό τον τύπο των ήλων. Η ανεπιτυχής προσπάθεια υποστήριξης της τουρκικής λίρας κόστισε περί τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια, ελαχιστοποιώντας τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. Οι παράδοξες δηλώσεις του κ. Αλμπαϊράκ ότι «δεν τον ενδιαφέρει η ισοτιμία της τουρκικής λίρας» ενίσχυσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια εναντίον του. Στα πολιτικά παρασκήνια της Αγκυρας κυκλοφορούσαν φήμες ότι περί τους σαράντα βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος απειλούσαν να αυτομολήσουν στο Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου του Αλί Μπαμπατζάν, αν δεν απομακρυνόταν ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ.

Η αντικατάσταση το βράδυ της Παρασκευής του φίλα προσκειμένου στον κ. Αλμπαϊράκ διοικητή της κεντρικής τράπεζας από τον τέως υπουργό Οικονομικών και νυν οικονομικό σύμβουλο του τούρκου προέδρου Νατζί Αγμπάλ ερμηνεύθηκε ως προσωπική προσβολή από τον υπουργό για δύο λόγους: Πρώτον, διότι ο τούρκος πρόεδρος εμφανιζόταν να καταλογίζει ευθύνες στον διοικητή της κεντρικής τράπεζας - άρα και τον προστάτη του υπουργό - για μια πολιτική που ο ίδιος υπαγόρευσε. Δεύτερον, διότι ο κ. Αγμπάλ ανήκε στους μετρημένους στα δάκτυλα πλέον τεχνοκράτες του κυβερνώντος κόμματος, ο οποίος διατηρούσε απευθείας προσωπική επικοινωνία με τον τούρκο πρόεδρο και αμφισβητούσε την εγκυρότητα των στοιχείων και των εκτιμήσεων του κ. Αλμπαϊράκ.

Το κλίμα βάρυνε και με τον Μπάιντεν

Στο βαρύ πολιτικό κλίμα στο προεδρικό μέγαρο συνέβαλε ασφαλώς και η αμηχανία από την εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία μπορεί να επιδράσει καταλυτικώς σε δύο ζητήματα μείζονος σημασίας για την τουρκική οικονομία: Πρώτον, την ενεργοποίηση της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων από το Κογκρέσο στην Τουρκία για την αγορά και ενεργοποίηση των ρωσικών συστοιχιών πυραύλων S-400 στα πλαίσια του νόμου Countering America's Adversaries Through Sanctions Act (CAATSA). Δεύτερον, την επιτάχυνση των διαδικασιών της δίκης εναντίον της τουρκικής τράπεζας Halkbank που απειλείται με ογκωδέστατο πρόστιμο λόγω παραβιάσεως του εμπάργκο του ΟΗΕ κατά του Ιράν. Σε αμφότερα τα ζητήματα η θεσμική και εξωθεσμική επιρροή του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ είχε συμβάλει στην αναστολή των εξελίξεων εις βάρος των τουρκικών συμφερόντων. Η επικείμενη όμως αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο αφαιρεί αυτήν τη δικλίδα ασφαλείας.

Εντυπωσιακή υπήρξε επίσης η σιωπή των - εν μέρει ελεγχομένων από την οικογένεια Αλμπαϊράκ - φιλοκυβερνητικών μέσων τις πρώτες ώρες μετά την ανακοίνωση της παραιτήσεως, αλλά και η φημολογούμενη απόπειρα προσωπικής παρεμβάσεως του πατέρα του υπουργού, ιδεολογικού συνοδοιπόρου και συμπεθέρου του τούρκου προέδρου ισλαμιστή συγγραφέα και δημοσιογράφου Σαντίκ Αλμπαϊράκ. Αυτές ενίσχυσαν τις εικασίες ότι ο κ. Αλμπαϊράκ υπολόγιζε ότι η παραίτησή του δεν θα γίνει αποδεκτή κατά το προηγούμενο της παραιτήσεως του εσωκομματικού του ανταγωνιστή υπουργού Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού τον Απρίλιο του 2020. Η έκβαση της κρίσεως θα επηρεάσει και τους εσωκομματικούς συσχετισμούς των επιδόξων διαδόχων του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας. Η οριστικοποίηση της αποχωρήσεως του κ. Αλμπαϊράκ θα αποτελέσει ένδειξη για την ενίσχυση της ακροδεξιάς πτέρυγος του κυβερνώντος κόμματος που συσπειρώνεται υπό την ηγεσία του κ. Σοϊλού. Με αποδυναμωμένους τους θεσμούς και με τα προβλήματα να συσσωρεύονται και να αντιμετωπίζονται με όρους οικογενειακής διαμάχης, το πρόβλημα διακυβερνήσεως της Τουρκίας εμφανίζεται ακόμη μεγαλύτερο και από το οικονομικό πρόβλημα της.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ