Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υπολογίσει ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αυτή την εποχή. Η αμερικανική οικονομία έδειχνε να πηγαίνει σχετικά καλά και να αποφεύγει τις υφεσιακές δυναμικές που αποτυπώνονταν ήδη σε χώρες όπως η Γερμανία, τα ποσοστά απασχόλησης ήταν εντυπωσιακά υψηλά και ο Δημοκρατικό Κόμμα είχε για άλλη μια φορά αρνηθεί να επιλέξει τον Μπέρνι Σάντερς, τον μόνο υποψήφιο που τα γκάλοπ έδειχναν ότι μπορούσε σίγουρα να αμφισβητήσει τον  Τραμπ.
Λίγους μήνες μετά, η Αμερική βρίσκεται στον κυκεώνα μιας κρίσης χωρίς προηγούμενο. Η χώρα μαστίζεται από μια πανδημία που της έχει στοιχίσει ήδη πάνω από 122.000 ανθρώπους, ως αποτέλεσμα και τους ελλιπούς σχεδιασμού και της απουσίας προετοιμασίας από τη μεριά της κυβέρνησης Τραμπ, η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ πυροδότησε τον μεγαλύτερο κύκλο κινητοποιήσεων γύρω από τα θέματα του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας από τη δεκαετία του 1960 που ήδη την υποχρεώνει να αναμετρηθεί με το ίδιο της το παρελθόν των φυλετικών διακρίσεων, την ώρα που είναι ενεργή μια σημαντική οικονομική κρίση που οδήγησε στην εκτίναξη του αριθμού των ανέργων.
Σε αυτό το τοπίο και παρότι η χώρα έχει ενεργοποιήσει ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα οικονομικών παρεμβάσεων και ενισχύσεων στην ιστορία της, η αμερικανική κοινωνία είναι περισσότερο οργισμένη παρά ποτέ και με μια διάχυτη αίσθηση ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση.
 

Η πολιτική διαίρεση και οι εκλογές

Παρότι το μέγεθος των κινητοποιήσεων είναι εντυπωσιακό, όπως και ο αντίκτυπος που έχουν κινήσεις όπως το γκρέμισμα των αγαλμάτων ανθρώπων που σχετίζονται με το παρελθόν του ρατσισμού, της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων, εντούτοις δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και μια συντηρητική Αμερική: αυτή που αντιμετωπίζει φοβικά αυτή την κατάσταση, που θα ήθελε περισσότερο «νόμο και τάξη» και που θεωρεί ότι μόνο κόστος θα υπάρξει από αυτή την κατάσταση.
Σε αυτή τη συντηρητική και συχνά θρησκόληπτη Αμερική, προστίθενται και άλλες παραδόσεις από την ανορθολογισμό και την επιμονή σε θεωρίες συνωμοσίας, έως μια αμφισβήτηση των μεγάλων επεμβάσεων του κράτους στην κοινωνία που αποτυπώνεται και στη δυσπιστία απέναντι στα περιοριστικά μέτρα και της συστάσεις ενάντια στη διάδοση του κοροναϊού. Εκεί που μια διαχωριστική γραμμή ήταν εάν κανείς προτιμούσε το Fox News ή το MSNBC για την ενημέρωσή του, τώρα προστέθηκε και η διαχωριστική γραμμή ως προς την αποδοχή ή όχι της μάσκας στους δημόσιους χώρους. Στην πρόσφατη ομιλία του Τραμπ στην Τούλσα όλοι παρατήρησαν την απροθυμία του ακροατηρίου να φορέσει μάσκα ή να τηρήσει τις αποστάσεις ασφαλείας.
Ας μην ξεχνάμε και κάτι άλλο σημαντικό. Η Αμερική είναι διαιρεμένη σε όλες σχεδόν τις προηγούμενες εκλογικές μάχες. Για παράδειγμα, είναι δεδομένο ότι οι Δημοκρατικοί θα πάρουν συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της μαύρης ψήφου, θα πάρουν την πλειοψηφία της γυναικείας ψήφου, θα έχουν προβάδισμα στους ισπανόφωνους, θα πάρουν μεγάλο μέρος της συνδικαλισμένης εργατικής ψήφου όπως των μορφωμένων λευκών. Οι Ρεπουμπλικάνοι παίρνουν την ευαγγελική ψήφο και μεγάλο μέρος των λευκών χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση.
Όμως, μόνο η κοινωνιολογική προσέγγιση δεν επαρκεί. Στο αμερικανικό εκλογικό σύστημα δεν μετρά τόσο ο απόλυτος αριθμός ψήφων, όσο ο αριθμός των εκλεκτόρων. Ως αποτέλεσμα, ο Ντόναλντ Τραμπ το 2016 εξελέγη πρόεδρος παρότι είχε πάρει σαφώς λιγότερες ψήφους από τη Χίλαρι Κλίντον. Όμως, επειδή κέρδισε ορισμένες κρίσιμες Πολιτείες, κυρίως εξαιτίας της απήχησης των λαϊκίστικων απόψεών του σε απογοητευμένα τμήματα της λευκής εργατικής τάξης, μπόρεσε να έχει περισσότερους εκλέκτορες και να κερδίσει την προεδρία.
 

Το πραγματικό πρόβλημα του Τραμπ

Συχνά θεωρείται δεδομένο ότι επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει αυτή την εικόνα ενός παρορμητικού πολιτικού που δεν έχει ιδιαίτερα βαθιά γνώση, προτιμά τα tweet από τις αναλύσεις, παίρνει πολλές αποφάσεις μόνος του και στην φέρεται κάπως αλλοπρόσαλλα, αυτό θα του στοιχίσει εκλογικά.
Όμως, σε ένα τμήμα του εκλογικού του ακροατηρίου αυτό έχει απήχηση, μια που τον κάνει να φαίνεται διαφορετικός από το «κατεστημένο της Ουάσιγκτον» και πιο κοντά στο κοσμοείδωλο του μέσου λευκού ρεπουμπλικάνου, δηλαδή ένα μείγμα συντηρητισμού, αντιδιανοουμενισμού, θρησκοληψίας, δυσπιστίας έναντι του κράτους, επιμονής στην οικονομία της αγορά και προτίμησης προς μια περισσότερο απομονωτική εξωτερική πολιτική. Ο έστω και απλουστευτικός τρόπος που χειρίζεται ζητήματα εξωτερικής πολιτικής εξυπηρετεί αυτή τη γενική απήχηση. Την ίδια στιγμή το «πρώτα η Αμερική» και η λογική των «εμπορικών πολέμων» βρίσκει απήχηση σε σημαντικά επιχειρηματικά κομμάτια που θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ έκαναν μεγάλες παραχωρήσεις στους ανταγωνιστές τους.
Όμως, όλα αυτά προϋπέθεταν ότι η οικονομία θα πήγαινε σχετικά καλά, η απασχόληση θα ήταν σε υψηλά επίπεδα και η χώρα θα επεδείκνυε στοιχειώδη συνοχή. Όμως, τώρα ο Τραμπ είναι αντιμέτωπος με τα προβλήματα στην οικονομία, την ανεργία και μια χώρα διαιρεμένη την οποία δεν έχει πείσει ακόμη ότι μπορεί να την ενώσει.
Αυτό εξηγεί γιατί ο Τραμπ δεν απολαμβάνει προς το παρόν το είδος συσπείρωσης που συνήθως έχουν οι ηγέτες σε περιόδους κρίσης ακόμη και όταν δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς. Αντίθετα, είναι πιθανό η διαιρετική ρητορική που έχει επιλέξει να τον αποξενώνει από ένα τμήμα δυνητικών ψηφοφόρων.
 

Η πρόκληση για τον Μπάιντεν

Αυτή τη στιγμή ο Μπάιντεν δείχνει να προηγείται και οι δημοσκοπήσεις τον δείχνουν ικανό να κερδίσει όχι μόνο τη λαϊκή ψήφο αλλά και το κολέγιο των εκλεκτόρων.
Όμως, σε μεγάλο βαθμό αυτό προκύπτει από ένα κλίμα δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων, που αποτυπώνεται και στο ότι το 68,4% των ψηφοφόρων θεωρεί ότι η χώρα πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, παρά στο ότι κατάφερε να εκπροσωπήσει ένα πρόγραμμα το οποίο μπορεί να δώσει μια διαφορετική προοπτική σε μια χώρα που για πρώτη φορά έρχεται σε τέτοια κλίμακα αντιμέτωπη με τις μεγάλες και ανοιχτές πληγές της.
Το πρόβλημα είναι το σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα και δη αυτό που κυρίως επένδυσε στο να είναι ο Μπάιντεν υποψήφιος (για την ακρίβεια κυρίως επένδυσε στο να μην είναι ο Σάντερς υποψήφιος) είναι ένας πολιτικός οργανισμός σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνος για την κατάσταση των ΗΠΑ, μοιράζεται με τους ρεπουμπλικάνους σημαντικές πολιτικές επιλογές και θέσεις και στην πραγματικότητα απέχει πολύ από το να έχει ένα πρόγραμμα που να προτείνει μια έξοδο από την κρίση. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τον Μπάιντεν να μπορεί να μιμηθεί το παράδειγμα του Τζόνσον ως προς την κλίμακα των τομών και των αλλαγών που προωθήθηκαν.