Έλληνας στρατιωτικός και ηγετικό στέλεχος της χούντας των Συνταγματαρχών.
Ο Ιωάννης Λαδάς γεννήθηκε στο Δυρράχιο Αρκαδίας το 1920 και ήταν γιος του Παπα – Ηλία Λαδά και της Χαρίκλειας Κεφάλα. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του εισήχθη το 1937 στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία εξήλθε το 1940 ως ανθυπολοχαγός (Πεζικού), μαζί με τους συμμαθητές του Γεώργιο Παπαδόπουλο και Νικόλαο Μακαρέζο.
Συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και κατά τη διάρκεια της Κατοχής δραστηριοποιήθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση της περιοχής του «Εθνικός Στρατός» του συνταγματάρχη Γιαννακόπουλου και του ίλαρχου Βρεττάκου. Το 1943 η οργάνωσή του ήλθε σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ και ο ίδιος συνελήφθη για να αφεθεί αργότερα ελεύθερος. Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο, ενώ μετά την Απελευθέρωση επέστρεψε στην Αθήνα κι έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά του 1944.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου συμμετείχε ως λοχαγός του Εθνικού Στρατού στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία, όπου σε μία μάχη με τους αντάρτες του ΔΣΕ στο Βέρμιο, τον Σεπτέμβριο του 1948, τραυματίστηκε στο πόδι από θραύσμα όλμου. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε θρηνήσει το θάνατο της μητέρας του και του εξάχρονου ανιψιού του, που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια επιδρομής των ανταρτών στη γενέτειρά του.
Κατά τη φοίτησή του στη Σχολή Πολέμου τη διετία 1954 – 1955, πρωτοστάτησε στην ίδρυσης της συνωμοτικής οργάνωσης «Εθνική Ένωσις Νέων Αξιωματικών» (ΕΕΝΑ), που δημιουργήθηκε στους κόλπους της πιο γνωστής συνωμοτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ. Ο ίδιος αναγνώριζε ως αρχηγό της τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Τα μέλη της ΕΕΝΑ αμφισβητούσαν το δημοκρατικό πολίτευμα και επιδίωκαν την ανατροπή του. Στις τάξεις της συμμετείχαν πολλά σημαίνοντα στελέχη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου.
Ο Λαδάς αντιμετωπίζει τον πρόεδρο του δικαστηρίου Ιωάννη Ντεγιάννη στη Δίκη των πρωταιτίων, το 1975.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Λαδάς υπηρετούσε στην ΚΥΠ και συνέχιζε τη συνωμοτική του δράση με την ομάδα Παπαδόπουλου. Μάλιστα, φαινόταν ιδιαίτερα οργισμένος με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, επειδή η οργάνωση τον είχε βοηθήσει στις λεγόμενες «εκλογές βίας και νοθείας» και αυτός δεν τους το είχε ανταποδώσει. Εκπονούσε, μάλιστα, σχέδια για την ανατροπή του.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου, ο Λαδάς μετατέθηκε σε μονάδα της Βόρειας Ελλάδας, αλλά κατά τη διάρκεια της «Αποστασίας» επανήλθε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διοίκηση της ΕΣΑ (σημερινή Στρατονομία) με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Η μονάδα του είχε καθοριστική συμμετοχή στην επιτυχία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, καθώς βάσει του εκπονηθέντος από τους συνωμότες σχεδίου, ήταν επιφορτισμένη με την κατάληψη του Πενταγώνου και τη σύλληψη ηγετικών πολιτικών προσωπικοτήτων, όπως του πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Θεωρούνταν από τους «σκληροπυρηνικούς» του δικτατορικού καθεστώτος («εξτρεμιστή» τον χαρακτήριζε η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα) και είχε εισηγηθεί την εκτέλεση του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά τη σύλληψη του τελευταίου, αλλά δεν εισακούσθηκε από τους υπόλοιπους πραξικοπηματίες.


Μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος υπηρέτησε ως γενικός γραμματέας του κρίσιμου Υπουργείου Δημοσίας Τάξης στις κυβερνήσεις Κόλλια και Παπαδόπουλου, έχοντας υπό τις άμεσες διαταγές του τα αστυνομικά σώματα (Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων), που ήταν επιφορτισμένα με την κατασταλτική πολιτική του δικτατορικού καθεστώτος
Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, πίσω από το πουλί της Χούντας (Φωτογραφία Μ. Νταλούκας, 2006)
Τον Ιούλιο του 1968, η φήμη του ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα, όταν συνέλαβε και ξυλοκόπησε µέσα στο γραφείο του τους γνωστούς δημοσιογράφους Τάκη Λαµπρία και Γιάννη Λάμψα, διευθυντικά στελέχη τότε του περιοδικού «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου, επειδή σ’ ένα άρθρο του περιοδικού υπήρχαν αναφορές για την ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα. Κραυγάζοντας ότι «η Εθνική Επανάστασις της 21ης Απριλίου δεν θα εγκαταλείψη ποτέ τα άγια τοις κυσί», τους παρέπεμψε στη συνέχεια σε δίκη με την κατηγορία του «ασέµνου δηµοσιεύµατος προσβάλλοντος την µνήµην των περισσοτέρων εκ των πνευµατικών και πολιτικών ηγετών της Αρχαίας Ελλάδος». Η καταγγελία της κακοποίησης των δύο δημοσιογράφων από το BBC προκάλεσε την περίφηµη δήλωσή του ότι «οι οµοφυλόφιλοι υποστηρίζονται µεταξύ των».

Στις 17 Φεβρουαρίου 1968 αποστρατεύτηκε και στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου έχασε αρκετή από την επιρροή του, καθώς απομακρύνθηκε από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και τοποθετήθηκε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών υπό τον Στυλιανό Παττακό.
Στις 26 Αυγούστου 1971 ανέλαβε Υφυπουργός Εσωτερικών με αρμοδιότητα τη Θεσσαλία και στις 31 Ιουλίου 1972 Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών έως τις 8 Οκτωβρίου 1973, οπότε παραιτήθηκε, όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, στο πλαίσιο της «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος. Ο ίδιος ήταν αντίθετος με την πολιτική του Παπαδόπουλου, που τόνιζε ότι «η επανάστασις έληξε» και διερωτάτο «Πώς έληξε; Διατί έληξε; Ποιοι την έληξαν;», ενώ διαβεβαίωνε ότι «εγώ, ο οποίος εξεκίνησα την επανάστασιν ηµισείαν ώραν προ όλων των άλλων, σας δηλώνω ότι δεν πρόκειται να διπλώσωµεν την σηµαίαν της επαναστάσεως και να την βάλωµεν εις την τσέπην σαν µαντήλι».
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας (24 Ιουλίου 1974) συνελήφθη κι εκτοπίστηκε σε ξενοδοχείο της Κέας μαζί με τους άλλους πραξικοπηματίες (23 Οκτωβρίου 1974). Στις 14 Ιανουαρίου 1975 προφυλακίστηκε ως ένας από τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος και στις 28 Ιουλίου οδηγήθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Στις 24 Αυγούστου 1975 καταδικάστηκε από το Πενταμελές Εφετείο σε ισόβια και δέκα χρόνια κάθειρξη. Στις 21 Ιουνίου 1976 με προεδρικό διάταγμα υποβιβάστηκε στην τάξη του στρατιώτη. Παρέμεινε σε ειδική πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1990, οπότε αποφυλακίστηκε λόγω προβλημάτων υγείας.
Ο Ιωάννης Λαδάς πέθανε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2010, σε ηλικία 90 ετών.