Οι καλικάντζαροι, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, ήσαν άνθρωποι, «που, από την κακή τους μοίρα, γίνανε καλλικάντζαροι», ή «γιατί έτυχε να γεννηθούν το Δωδεκαήμερο» (για αυτό οι γυναίκες δεν πρέπει να συλλαμβάνουν ή να γεννούν κατά την διάρκεια του Δωδεκαημέρου), ή «γιατί ο παπάς δεν διάβασε σωστά τα γράμματα της βάφτισής τους» (Σίφνος), ή «γιατί πέθαναν τα Χριστούγεννα» ή «γιατί σκοτώθηκαν μοναχοί τους», ή γιατί «ο φύλακας άγγελός τους είναι ελαφρός» και επομένως αδυνατεί να τους προστατεύσει από τα κακά δαιμόνια.
Οι καλικάντζαροι κάθονται όλο το χρόνο στα έγκατα της Γης (στον «Κάτω Κόσμο» και τον «Άδη») και με τσεκούρια προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που την κρατάει ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, με τα δόντια τους κατατρώγουν τους στύλους που κρατάνε την Γη. Και όταν η Γη κοντεύει να πέσει, ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο την παραμονή των Χριστουγέννων για να μην τους πλακώσει και αρχίζουν να κάνουν τον βίο αβίωτο των ανθρώπων. Ο Χριστός όμως, που εν τω μεταξύ έχει γεννηθεί, ξαναφτιάχνει το δέντρο και όταν οι καλικάντζαροι διωγμένοι από τον αγιασμό των υδάτων επιστρέφουν στα έγκατα της Γης αρχίζουν και πάλι από την αρχή.
Κατά την διάρκεια του Δωδεκαημέρου οι καλικάντζαροι παραμονεύουν να βρουν πόρτα ανοιχτή, ή καμιά τρύπα ή καμινάδα σβηστή, για να χωθούν στα σπίτια. Τότε ανακατεύουν τα πράγματα, μαγαρίζουν τις τροφές και χορεύουν έξαλλα, καθότι δεινοί χορευτές. Παρότι η τροφή τους αποτελείται από σαύρες, φίδια, βάτραχοι, σκουλήκια και ποντικοί, δεν λένε όχι στα σπιτικά εδέσματα, όπως στα λουκάνικα και τις τηγανίτες.
Οι νοικοκυρές για να προστατευτούν κλείνουν νωρίς το σπίτι, δεν σβήνουν το τζάκι, ρίχνουν στις στέγες λουκάνικα, θυμιατίζουν, χαράζουν σταυρούς στις πόρτες και στα αγγεία, όπου φυλάσσονται τρόφιμα, λάδι και κρασί και προκαλούν δυσάρεστες οσμές τις οποίες απεχθάνονται οι καλικάντζαροι, όπως καίγοντας παλιοτσάρουχα ή αλείφοντας τις εξώπορτες με χαμολιό.
Οι καλικάντζαροι είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνοι στην ύπαιθρο, όπου συλλαμβάνουν διαβάτες και χορεύουν μαζί τους μέχρι τελικής πτώσεως. Παραμονεύουν προπαντός στις ρεματιές κοντά στους δρόμους που οδηγούν σε μύλους. Για να μπουν στους μύλους κάνουν διάφορα τεχνάσματα. Κόβουν π.χ. το νερό του αυλακιού. Ο μυλωνάς όμως, που ξέρει, προτιμά να καθυστερήσει και περιμένει ως που να λαλήσει ο τρίτος πετεινός, γιατί τότε οι καλικάντζαροι αναγκάζονται να κρυφτούν. Αν πέσει στα χέρια τους άνθρωπος μπορεί να τους ξεγελάσει λέγοντάς τους ιστορίες και παραμύθια γιατί οι καλικάντζαροι είναι από αφελείς έως πολύ κουτοί.
Οι καλικάντζαροι φεύγουν για τον Κάτω Κόσμο την παραμονή των Φώτων, με τον πρώτο αγιασμό των υδάτων (Πρωτάγιαση). Κατά την αναχώρησή τους τραγουδούν σκωπτικά άσματα, στα οποία όμως διακρίνεται ο τρόμος τους:
Φεύγετε να φεύγουμε
Έρχεται ο τουρλόπαπας
Με την αγιαστούρα του
Και με τη βρεχτούρα του.
Προς τους καλικάντζαρους των νεοελληνικών παραδόσεων φαίνεται να αντιστοιχεί ο βαβουτζικάριος τών Βυζαντινών, ο οποίος παρουσιαζόταν ομοίως στη διάρκεια τού Δωδεκαημέρου, σύμφωνα με τις τότε δοξασίες.
Οι αντιλήψεις για τα δαιμονικά που παρουσιάζονται το Δωδεκαήμερο είναι γνωστές και σε άλλους λαούς, στους οποίους επικρατούν παραδόσεις για λυκάνθρωπους, στρίγγλες, μάγισσες και άλλα όντα, με συμπεριφορά ανάλογη με αυτή των καλικάντζαρων.
Διάφορες ερμηνείες έχουν προταθεί για να εξηγήσουν το πως προέκυψαν οι λαϊκές δοξασίες για τους καλικάντζαρους. Ο Νικόλαος Πολίτης, ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, θεωρεί ότι οι δοξασίες και οι παραδόσεις για τους καλικάντζαρους αποτελούν δαιμονοποίηση των μεταμφιεσμένων, κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου, οι οποίοι ήταν ιδιαιτέρως ενοχλητικοί. Επίσης δέχεται ότι έχουν αναμιχθεί και λαϊκές δοξασίες που αναφέρονται στους λυκάνθρωπους
Ο βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές πιστεύει ότι οι καλικάντζαροι αρχικά σήμαιναν βλαπτικά για τα χωράφια και τα αμπέλια έντομα (κάνθαροι) και ότι με την πάροδο του χρόνου έγινε συμφυρμός των κανθάρων με τους πειρακτικούς μεταμφιεσμένους του Δωδεκαημέρου.
Ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Ρωμαίος υποστηρίζει ότι οι καλικάντζαροι είναι κυρίως νεκρικοί δαίμονες, επειδή ακριβώς τις μέρες τού Δωδεκαημέρου, σύμφωνα με αρχαία ήδη πίστη, εμφανίζονται στη Γη οι ψυχές των πεθαμένων.