Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ ήταν άγγλος πολιτικός, στρατιωτικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1953 για το πεντάτομο έργο του «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος». Έμεινε στην ιστορία ως ο «πατέρας της νίκης» για τη σημαντική συμβολή του στη συμμαχική επικράτηση στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας για 9 χρόνια (1940-1945, 1951-1955). Το 2002 σε δημοψήφισμα του BBC ανακηρύχθηκε ο μεγαλύτερος Βρετανός όλων των εποχών.
Ο Γουίνστον Λίοναρντ Σπένσερ-Τσέρτσιλ (Winston Leonard Spencer-Churchill) – Τσώρτσιλ ή Τσόρτσιλ επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά – γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1874 στο ανάκτορο Μπλένιμ της Οξφόρδης. Γόνος εύπορης οικογένειας ευγενών, ήταν ο δευτερότοκος γιος του πολιτικού Ράντολφ Τσόρτσιλ και της αμερικανίδας Τζένι Τζέρομ, κόρης του Λέοναρντ Τζέρομ, τραπεζίτη και ιδιοκτήτη των Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Ο άνθρωπος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των διεθνών συσχετισμών στη μεταπολεμική περίοδο και συνάρπαζε τα πλήθη, υπήρξε από κακός έως μέτριος μαθητής και χρειάστηκε να δώσει εξετάσεις δύο φορές για να περάσει μετά βίας στη Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχερστ (1892). Σύντομα, εν τούτοις, ο νεαρός Γουίνστον έγινε η πιο ξεχωριστή φυσιογνωμία της τάξης του και αποφοίτησε όγδοος σε σύνολο εκατόν πενήντα σπουδαστών.
Στα 21 του χρόνια έγινε αξιωματικός του ιππικού και στρατιωτικός παρατηρητής. Τα αμέσως επόμενα χρόνια τον βρίσκουν να έχει ενταχθεί στα βρετανικά στρατεύματα των Ινδιών, της Αιγύπτου και της Νότιας Αφρικής, εκτελώντας παράλληλα καθήκοντα πολεμικού ανταποκριτή. Η πρώτη του απόπειρα να διεκδικήσει βουλευτική έδρα ως υποψήφιος των Συντηρητικών το 1899 στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία.
Ο Γουίνστον Τσόρτσιλ δεν το έβαλε κάτω κι ένα χρόνο αργότερα κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος, από το οποίο διαφωνώντας θα αποχωρήσει το 1904 για να ενταχθεί στους Φιλελευθέρους. Η παρουσία του στη Βουλή των Κοινοτήτων είναι έντονη και χαρακτηρίζεται από σχολαστικά προπαρασκευασμένους λόγους, που αναδεικνύουν τη ρητορική του δεινότητα.
Το μεταρρυθμιστικό του πνεύμα θα επιβεβαιωθεί σε περισσότερους από έναν τομείς (ως υφυπουργός Αποικιών και ως υπουργός Εμπορίου και Εσωτερικών), ενώ ως υπουργός Εφοδιασμού το 1917 εργάζεται για τη μαζική παραγωγή αρμάτων που κρίνουν ως ένα βαθμό την τελική επιτυχή έκβαση του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Προηγουμένως, είχε παραιτηθεί από το αξίωμα του λόρδου του Ναυαρχείου, δεχόμενος επικρίσεις για την αποτυχημένη εκστρατεία των Δαρδανελίων (1915), που στοίχισε τη ζωή σε χιλιάδες στρατιώτες της Κοινοπολιτείας.
Η πρώτη μεγάλη περίοδος αφοσίωσής του στη συγγραφή (1922-1924) ξεκινά μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού του Λόιντ Τζορτζ. Για δέκα χρόνια παραμένει απλό μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων, έχοντας επιστρέψει στο Συντηρητικό Κόμμα, και δημοσιεύει πλήθος έργα του. Την εποχή εκείνη δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επισημαίνει τους κινδύνους επικράτησης των Ναζιστών στη Γερμανία. Η συνάντηση του Γουίνστον Τσόρτσιλ με το πεπρωμένο του, όπως ο ίδιος λέει, δεν γίνεται παρά όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι μία πραγματικότητα και η πασιφιστική κυβέρνηση Τσάμπερλεν καταρρέει. Από μία υποσημείωση σε κάποιο ιστορικό βιβλίο, το όνομα Τσόρτσιλ θα γραφτεί με ολόχρυσα γράμματα στις χρυσές δέλτους της ιστορίας.
Στην πρώτη του ομιλία ως πρωθυπουργός στη Βουλή των Κοινοτήτων (αξίωμα που ανέλαβε στις 10 Μαΐου 1940) ξεκαθαρίζει στους συμπατριώτες του: «Δεν έχω τίποτε να σας προσφέρω, εκτός από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα». Και θέτει ως μοναδικό στόχο της κυβέρνησής του την ολοκληρωτική νίκη επί του εχθρού. Σε δύσκολες στιγμές κατορθώνει να ανεβάσει το κλονισμένο ηθικό των συμπατριωτών του και καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου να χτίσει καλές σχέσεις με τον αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ.
Η συμμαχία Βρετανίας, ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης θεμελιώνεται το 1942 και χαράσσεται κοινή πολεμική προσπάθεια, η οποία οδηγεί τελικά στη νίκη επί των δυνάμεων του Άξονα το 1945. Αναφορικά με το ελληνικό πρόβλημα, ο Τσόρτσιλ παρεμβαίνει ανοικτά το 1944 εναντίον του ΕΑΜ και συμβάλλει στη σύναψη των συμφωνιών του Λιβάνου (20 Μαΐου) και της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου). Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας (12 Οκτωβρίου), υποστηρίζει ενόπλως τις κυβερνητικές δυνάμεις. Έρχεται ο ίδιος στην Αθήνα και καθορίζει την έκβαση της εμφύλιας αναμέτρησης των «Δεκεμβριανών».
Το Φεβρουάριο του 1945 ο Γουίνστον Τσόρτσιλ παίρνει μέρος στη Διάσκεψη της Γιάλτας και αποφασίζει μαζί με τους Ρούζβελτ και Στάλιν την κατανομή των περίφημων «σφαιρών επιρροής» στο μεταπολεμικό κόσμο. Μολονότι θεωρείται μεγάλος ηγέτης σε καιρό πολέμου, δεν κρίνεται ο κατάλληλος για να οικοδομήσει μία καλύτερη Βρετανία σε καιρό ειρήνης. Η ευκολία του να αλλάζει κόμματα δεν του συγχωρείται. Αλλά ακόμη και όταν χάνει τις εκλογές του 1945, παραμένει ο σφριγηλός ηγέτης που εργάζεται για τον συνασπισμό δυτικών χωρών (αργότερα ΝΑΤΟ). Σε ηλικία 77 ετών, αναλαμβάνει την πρωθυπουργία στις εκλογές του 1951, για να παραιτηθεί τέσσερα χρόνια αργότερα και να λάβει τα τελευταία χρόνια της ζωής του πολλές υψηλές τιμητικές διακρίσεις.
Από τη βουλευτική του, όμως, ιδιότητα δεν παραιτείται, παρά μόνο λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, τον Ιούλιο του 1964. Θα πεθάνει έξι μήνες αργότερα, χτυπημένος από εγκεφαλικό, στις 24 Ιανουαρίου 1965, και θα αναπαυθεί στο χωριό Μπλάντον της Οξφόρδης, κοντά στη γενέτειρά του. Από το 1908 ήταν νυμφευμένος με την Κλημεντίνη Χόζιερ, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.