Στις 29 Νοεμβρίου 1964 χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκε στον Γοργοπόταμο για να τιμήσουν την 22η επέτειο από την ανατίναξη της ομώνυμης γέφυρας, που αποτέλεσε μία από τις κορυφαίες αντιστασιακές πράξεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν η πρώτη φορά που εορτασμός διοργανώθηκε από το επίσημο ελληνικό κράτος.
Στην κυβέρνηση βρισκόταν η Ένωση Κέντρου με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το πολιτικό κλίμα ήταν βαρύ από την παραίτηση του αναπληρωτή Υπουργού Συντονισμού Ανδρέα Παπανδρέου, λίγες μέρες νωρίτερα. Η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Ελευθερία», προσκείμενη στον Υπουργό Οικονομικών Κώστα Μητσοτάκη, τον είχε κατηγορήσει για χαριστικές αναθέσεις μελετών και έργων σε φιλικά του πρόσωπα («Σκάνδαλο Σκιαδαρέση») και ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε υποβάλλει την παραίτησή του για «να υπερασπισθεί την αθωότητα και την πολιτική του εντιμότητα».
Η τελετή στον Γοργοπόταμο κυλούσε ομαλά, μέχρι του σημείου που πολλοί από τους παρευρισκόμενους άρχισαν να διαμαρτύρονται, επειδή δεν επετράπη στις αντιστασιακές οργανώσεις να καταθέσουν στεφάνια. Στη συνέχεια, το πλήθος, που προερχόταν κυρίως από την Αριστερά, αποδοκίμασε την κυβερνητική αντιπροσωπεία υπό τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Μιχάλη Παπακωνσταντίνου. Ακολούθησε πανδαιμόνιο, διακοπή της τελετής και αποχώρηση των επισήμων.
Ήταν 1:22 μετά το μεσημέρι, όταν ακούστηκε μια ισχυρότατη έκρηξη στο χώρο του συγκεντρωμένου πλήθους, που σκόρπισε το θάνατο και τον πανικό. Κάποιος είχε πατήσει μια νάρκη κατά προσωπικού, με αποτέλεσμα 13 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους (Γεώργιος Γιαννακούλης, Νικόλαος Δασόπουλος, Κωνσταντίνος Κανιούρας, Χρήστος Κεστίνης, Κωνσταντίνος Λεμπέσης, Κική Λιακοπούλου, Κωνσταντίνα Μπότη, Δημήτριος Μυλωνάς, Ηρωδιών Παπαζαχαρίου, Απόστολος Πολύμερος, Ασημούλα Ραχιώτη, Κωνσταντίνος Τσαρουχάς, Δήμος Τσιντικίδης) και πάνω από 45 να τραυματισθούν.
Στην αρχή δημιουργήθηκε σύγχυση και κάποιοι από το πλήθος νόμισαν ότι ακούστηκαν πυροβολισμοί. Στράφηκαν με άγριες διαθέσεις κατά των ανδρών της Χωροφυλακής, νομίζοντας ότι αυτοί πυροβόλησαν. Τελικά, επικράτησε σύνεση και αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Το τραγικό γεγονός αποδόθηκε αμέσως από την Αριστερά σε σαμποτάζ ακροδεξιών κύκλων ή επιχείρηση οργανωμένη από τις αμερικανικές υπηρεσίες. Τις επόμενες μέρες επικράτησε μεγάλη ένταση. Το επίσημο πόρισμα από τις έρευνες που ακολούθησαν υιοθέτησε την εκδοχή του ατυχήματος από παλιά νάρκη που είχε τοποθετηθεί εκεί το 1947 και δεν είχε περισυλεγεί κατά την εκκαθάριση της περιοχής δέκα χρόνια αργότερα. Το πόρισμα αμφισβητήθηκε από την Αριστερά, η οποία, όμως, προτίμησε να χαμηλώσει τους τόνους για να μην οξύνει περαιτέρω την κατάσταση.
Από τα επεισόδια κατά των αστυνομικών που ακολούθησαν την έκρηξη συνελήφθησαν 18 άτομα, ανάμεσά τους ο στρατηγός Αυγερόπουλος του ΕΛΑΣ και ο στρατηγός Κοσίντας του ΕΔΕΣ. Αρκετοί από τους κατηγορουμένους προφυλακίστηκαν μέχρι την έναρξη της δίκης, που άρχισε στη Λαμία στις 26 Μαΐου 1965. Το δικαστήριο εξέδωσε την ετυμηγορία τους στις 17 Ιουνίου και καταδίκασε τους 12 σε ποινές φυλακίσεως έως τρία χρόνια και αθώωσε τους έξι. Οι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση και αφέθηκαν ελεύθεροι.